ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ

ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

 

Μωυσής Α. Μπουντουρίδης

Αναπληρωτής Καθηγητής

Μαθηματικό Τμήμα

Πανεπιστήμιο Πατρών

265 00 Ρίο-Πάτρα

 

mboudour@upatras.gr

http://www.math.upatras.gr/~mboudour

 

 

Το θέμα της εισήγησης αυτής είναι η μελέτη της επίδρασης των σύγχρονων κοινωνικών μετασχηματισμών της εποχής της παγκοσμιοποίησης στην διαμόρφωση της ταυτότητας και  λειτουργίας του σύγχρονου πανεπιστήμιου κι οι συνέπειές τους για το σχεδιασμό και την ανάπτυξη μιας κοινωνικά ευαίσθητης πολιτικής της επιστήμης. Αφενός, οι επιταγές της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού επιβάλλουν την αποδυνάμωση του παραδοσιακού ρόλου του κράτους σαν του αποκλειστικού χρηματοδότη της δημόσιας εκπαίδευσης κι οδηγούν στο επιχειρηματικό πανεπιστήμιο. Αφετέρου, οι επιστημονικο-τεχνολογικές εξελίξεις (σε θέματα βιοτεχνολογίας, οικολογίας και περιβάλλοντος, πληροφορικής και δικτύων υπολογιστών, νέων μέσων επικοινωνίας κλπ.), που εισάγονται από την παγκοσμιοποιημένη οικονομία, έχουν διαμορφώσει στις σύγχρονες κοινωνίες της γνώσης νέες συνθήκες παραγωγής της επιστήμης και σύνδεσής της με την κοινωνία. Δίπλα στο παραδοσιακό πανεπιστήμιο αναδύεται ένα πλήθος νέων πρωταγωνιστών κοινωνικής δράσης για τα θέματα των συνεπειών της επιστήμης και της τεχνολογίας στην ποιότητα ζωής και καθημερινότητας. Καθώς το πανεπιστήμιο είναι απορροφημένο στις επιχειρηματικές δραστηριότητές του και βρίσκεται εσωτερικά πολυδιασπασμένο κάτω από τις επιταγές των κλαδικών εξειδικεύσεων, οι νέοι πρωταγωνιστές διεκδικούν το ρόλο του άμεσα ενδιαφερόμενου δράστη (stakeholder) και διαμεσολαβητή (broker) μεταξύ της επιστήμης και της κοινωνίας. Όσοι μάλιστα από τους δράστες αυτούς προσπαθούν να αντισταθούν στην πολιτική της παγκοσμιοποίησης είναι ευαισθητοποιημένοι κάτω από το πνεύμα της κοινωνικής υπευθυνότητας και της ενίσχυσης των δημοκρατικών θεσμών της συμμετοχής των πολιτών στα κοινά και στον δημόσιο έλεγχο. Επειδή λοιπόν οι αβεβαιότητες κι οι κίνδυνοι, που ενέχουν πολλές από τις σύγχρονες επιστημονικο-τεχνολογικές καινοτομίες, απαιτούν νέες μορφές γνωσιακής πρακτικής και κοινωνικής αυτοστοχαστικότητας, πρέπει, έτσι, να επαναπροσδιορισθεί ο κοινωνικός ρόλος του πανεπιστήμιου ώστε αυτό να γίνει περισσότερο κοινωνικά ευαίσθητο και υπόλογο. Το σύγχρονο πανεπιστήμιο πρέπει να εμπλακεί με την Δημόσια Κατανόηση της Επιστήμης και της Τεχνολογίας, για να συμβάλλει κι αυτό στην υπεύθυνη ενημέρωση των πολιτών και τον εμπλουτισμό του δημόσιου διάλογου με αξιόπιστες πληροφορίες για τα νέα επιστημονικο-τεχνολογικά επιτεύγματα μαζί με μια αξιολόγηση των συνεπειών τους.

Στο κείμενο που ακολουθεί θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τα νέα δεδομένα στους χώρους του πανεπιστήμιου και της πολιτικής της επιστήμης και της τεχνολογίας. Αρχικά θα σκιαγραφήσουμε ορισμένες από τις παραδοσιακές ιστορικές ιδέες για το πανεπιστήμιο. Μετά θα μας απασχολήσει η παραγωγή γνώσης κάτω από τις νέες συνθήκες της εποχής της παγκοσμιοποίησης. Στο πλαίσιο αυτό, θα εξετάσουμε πώς αλλάζει το σύγχρονο πανεπιστήμιο, για να μετασχηματιστεί σ’ αυτό που είναι γνωστό σαν ‘επιχειρηματικό πανεπιστήμιο’ και σ’ αυτό που ονομάζουμε ‘κινητό πανεπιστήμιο.’ Στη συνέχεια, θα περάσουμε σε μια σύντομη περιγραφή των ονομαζόμενων κοινωνικών μελετών της επιστήμης και της τεχνολογίας, που προέρχονται από την κοινωνιολογία της επιστήμης. Και θα τελειώσουμε με μια συνοπτική συζήτηση για τους νέους στόχους της πολιτικής της επιστήμης και της τεχνολογίας στη σύγχρονη εποχή της παγκοσμιοποίησης.

 

Οι Κλασικές Ιδέες για το Πανεπιστήμιο

 

            Ο χαρακτήρας του πανεπιστήμιου ανέκαθεν αποτελούσε το αντικείμενο δημόσιων συζητήσεων, μέσα στις οποίες τοποθετούνταν διάφορες ιδέες για αυτό. Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να θυμηθούμε κάποιους σημαντικούς σταθμούς της ιστορίας των ιδεών για το πανεπιστήμιο από τον Διαφωτισμό ως την δεκαετία του 1960, ακολουθώντας τον Gerard Delanty (1998), του οποίου η ανάλυση περιλαμβάνει μια λεπτομερέστερη περιγραφή.

            Ο Immanuel Kant θεωρείται ότι ξεκίνησε την πρώτη σημαντική συζήτηση για την ιδέα του πανεπιστήμιου σαν κέντρο φιλελεύθερης κι ανθρωπιστικής παιδείας. Το 1798, σε μια έκκλησή του στον βασιλιά της Πρωσίας, δημοσίευσε το δοκίμιό του, Η Σύγκρουση των Σχολών (Kant, 1979), όπου προσπάθησε να υπερασπισθεί το ρόλο της Σχολής της Φιλοσοφίας απέναντι στην Θεολογία, τα Νομικά και την Ιατρική, επικαλούμενος το Λόγο και την ανωτερότητα της Φιλοσοφίας σαν γνωσιακής επιστήμης. Κατά την γνώμη του, οι  ιερείς, οι δικαστές κι οι γιατροί, πάνω από όλα, υπηρετούν το κράτος κι όχι το λόγο και την αλήθεια, που υπηρετούν οι φιλόσοφοι. Επειδή λοιπόν οι πρώτοι είναι απλώς ‘επιχειρηματίες,’ το κράτος οφείλει να τους ελέγχει, ενώ οι τελευταίοι, κατά τον Kant, ‘πρέπει να θεωρηθούν ελεύθεροι και υποκείμενοι μόνο στους νόμους του λόγου, όχι της κυβέρνησης’ (1979, σ. 43). Ουσιαστικά ο Kant μιλώντας για τους φιλόσοφους υπερασπιζόταν τον χώρο του ορθού λόγου που κατείχε το πανεπιστήμιο κι έθετε τις βάσεις της σύλληψης του πανεπιστήμιου από τον Διαφωτισμό σαν τόπου ακαδημαϊκής ελευθερίας που διαφύλαττε τις γνωσιακές αξίες του εθνικού κράτους.

            Λίγο αργότερα, ο Wilhelm von Humboldt έγινε ο κυριότερος συνεχιστής της Καντιανής ιδέας του πανεπιστήμιου και συνέταξε την περιβόητη πρόταση στον Πρώσο βασιλιά το 1809, η οποία ακολούθως απετέλεσε μέρος του καταστατικού του νέου τότε Πανεπιστήμιου του Βερολίνου (Humboldt, 1970). Αρνούμενος να δειχθεί τον διαχωρισμό της διδασκαλίας από την έρευνα, αντιμαχόταν την υποταγή στο κράτος, καθώς έβλεπε το πανεπιστήμιο όχι μόνο σαν χώρο επιμόρφωσης των δημόσιων υπάλληλων αλλά και σαν παράγοντα καλλιέργειας της φυσιογνωμίας του έθνους. Θεωρούσε όμως ότι το πανεπιστήμιο χρειαζόταν το κράτος για να εγγυηθεί την αυτονομία του και σ’ αντιστάθμιση το πανεπιστήμιο θα μπορούσε να δώσει στο κράτος τα ηθικά και πνευματικά θεμέλια, με τα οποία στην πραγματικότητα θα αντικαταστούσε την Εκκλησία.

            Μετά από την βιομηχανική επανάσταση και το συνεπαγόμενο προσανατολισμό του πανεπιστήμιου σαν ένα από τα εργαλεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, δεν άργησαν να ακουσθούν οι πρώτες φωνές διαμαρτυρίας. Το 1918, ο Max Weber στην γνωστή ομιλία του για την Επιστήμη σαν Λειτούργημα (Weber, 1970) κατήγγειλε τον εξορθολογισμό των Γερμανικών πανεπιστήμιων σαν πράξη ‘αμερικανοποίησής’ τους. Λίγο αργότερα, οριζόταν το αμερικάνικο ωφελιμιστικό πανεπιστημιακό μοντέλο από τον κοινωνιολόγο Thorstein Veblen (1962). Το 1918, ο Veblen έγραψε ένα σημαντικό βιβλίο, Η Ανώτερη Μάθηση στην Αμερική, όπου έθετε τις βάσεις για το σύγχρονο πανεπιστήμιο του εικοστού αιώνα. O Veblen το έβλεπε να λειτουργεί εργαλειακά σε σχέση με τις κοινωνικο-οικονομικές διαδικασίες, κατοχυρώνοντας τον ακαδημαϊκό επαγγελματισμό και θεσμοθετώντας τις ερευνητικές δραστηριότητες.

            Στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα πολλά πράγματα είχαν αλλάξει και μαζί μ’ αυτά μεταβαλλόταν κι η επικρατούσα ιδέα για το πανεπιστήμιο. Το 1967, ο Jürgen Habermas (1971) επιτεθόταν όλους όσους προσπαθούσαν να αναγάγουν το πανεπιστήμιο είτε σαν παράγοντα εργαλειακής γνώσης ή σαν φορέα ουμανιστικής κουλτούρας. Για αυτόν, η αποστολή του πανεπιστήμιου ήταν η παροχή μιας πολιτικής παιδείας κι η διαμόρφωση μιας πολιτικής συνείδησης στους φοιτητές. Για τον Habermas, ο ρόλος του πανεπιστήμιου ήταν περισσότερο εκείνος του διερμηνέα των τρόπων που η κοινωνία αντιλαμβάνεται τον εαυτό της παρά του αμέτοχου μεταφορέα της πολιτιστικής της κληρονομιάς. Αναπόφευκτα, με την διερμηνεία συντελείται επίσης και κάποια κριτική επεξεργασία κι εκεί ακριβώς βρίσκεται για τον Habermas η αποστολή του πανεπιστήμιου, στο να συμβάλει, δηλαδή, στην βελτίωση της ικανότητας της κοινωνίας να αναπτύσσει την επικοινωνιακή της δράση.

            Στοχαζόμενος για τα γεγονότα του Μάη του 1968, ο Alain Touraine στο βιβλίο του, Το Κίνημα του Μάη: Επανάσταση και Μεταρρύθμιση (1971), ασχολήθηκε με τον αντίκτυπο του φοιτητικού κινήματος στο πανεπιστήμιο. Για τον Touraine, ο θεσμός του πανεπιστήμιου βρίσκεται μεταξύ δυο πόλων, της αστικής ταξικής εξουσίας και των απαιτήσεων της μετα-βιομηχανικής κοινωνίας για γνώση. Μάλιστα, υποστήριζε, επειδή ακριβώς το πανεπιστήμιο εκείνο δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις νέες κοινωνικές απαιτήσεις, το φοιτητικό κίνημα ερχόταν να γεμίσει αυτό το κενό. Μόνο που, πίστευε ο Touraine, το φοιτητικό κίνημα με την υπερπολιτικοποίηση που το χαρακτήριζε δεν κατόρθωνε να εμπνεύσει στο πανεπιστήμιο τον επαναπροσδιορισμό του κοινωνικού του ρόλου και να ανοίξει, έτσι, νέες δυνατότητες. Καθώς λοιπόν το πανεπιστήμιο είναι τοποθετημένο μεταξύ γνώσης και πολιτικής, η αποστολή του, για τον Touraine, πρέπει να διευκολύνει τον στοχασμό για την κοινωνία, γιατί η “πρόοδος της γνώσης είναι αδιαχώριστη από τον κριτικό αυτο-στοχασμό της κοινωνίας για τον εαυτό της, για τις διανοητικές ενέργειές της όπως και την κοινωνική και πολιτική οργάνωσή της” (Touraine, 1971, σ. 332).

 

Η Παγκοσμιοποιημένη Παραγωγή της Γνώσης

 

            Ερχόμαστε τώρα να δούμε πώς οι προηγούμενες συλλήψεις για τον κοινωνικό ρόλο του πανεπιστήμιου άλλαζαν στο τέλος του εικοστού αιώνα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης (Axford, 1995, Waters, 1995). Το κλειδί για την κατανόηση αυτών των μετασχηματισμών προέρχεται από το γεγονός ότι η παγκοσμιοποιημένη οικονομία έχει εμπορευματοποιήσει και την ίδια την γνώση (Castells, 1996) με αποτέλεσμα η παραγωγή της γνώσης στα πανεπιστήμια να παύει να είναι αυτοσκοπός και να αναγκάζεται να ακολουθήσει τη λογική της παγκόσμιας αγοράς. Κάτω από το πρίσμα αυτό ο Delanty (1998) παρατηρεί ότι οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί στο πανεπιστήμιο αναπτύσσονται σε σχέση με τα εξής τρία βασικά θέματα: το κράτος, τη νέα παραγωγή γνώσης και τις νέες σχέσεις επιστήμης-κοινωνίας.

·         Το κράτος παίζει σαφώς διαφορετικούς ρόλους σε σχέση με το πανεπιστήμιο την εποχή της παγκοσμιοποίησης από παλιότερα. Πέρα από την πίεση των νεο-φιλελεύθερων πολιτικών για λιγότερο κράτος (Bourdieu, 1998), αυτό που συχνά παρατηρείται είναι μια μετατόπιση από την κυβέρνηση στην ‘διακυβέρνηση,’ δηλαδή, μια τάση για υποκατάσταση του έργου των εθνικών κυβερνήσεων από πολιτικές διαχείρισης και ρυθμιστικές παρεμβάσεις (Rhodes, 1996). Σε σχέση τώρα με το πανεπιστήμιο, καθώς το κράτος από προμηθευτής γνώσης γίνεται ρυθμιστής των συνθηκών ανάπτυξης γνώσης, εγκαταλείπει και τον ρόλο του σαν του κύριου χορηγού και χρηματοδότη της γνώσης που είχε ως τώρα.

·         Νέοι παραγωγοί της γνώσης αναδύονται σαν αποτέλεσμα αφενός των γενικευμένων κρίσεων, από τις οποίες περνούν οι παραδοσιακοί μέθοδοι παραγωγής γνώσης, κι αφετέρου της διαρκώς αυξανόμενης εξάρτησης του καπιταλισμού από τους τεχνολογικούς νεωτερισμούς (Castells, 1996). Έτσι, ένα μεγάλο μέρος της γνώσης στην εποχή της παγκοσμιοποίησης τείνει να παράγεται έξω και μακριά από τα πανεπιστήμια σε μια σειρά από μη πανεπιστημιακούς χώρους. Τέτοια παραδείγματα είναι τα ερευνητικά ινστιτούτα του δημοσίου και των υπουργείων, εργαστήρια των εταιριών, οι επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας, οι επαγγελματικές εταιρίες και τα επιμελητήρια, οι δημόσιες υπηρεσίες (πχ., τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής ανάπτυξης), οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι διάφορες δεξαμενές μελετών (think-tanks), τα γραφεία εμπειρογνωμόνων και συμβούλων (consultancies) κλπ. (Gibbons et al., 1994, σ. 6). Γενικώς, όλοι οι νέοι αυτοί παραγωγοί ασχολούνται με την εφαρμοσμένη γνώση, που αναφέρεται σε ειδικά προβλήματα, κι αναπτύσσουν μια μεθοδολογία ευέλικτη και πολυ-λειτουργική, σύμφωνα με τις δικές τους επιχειρηματικές απαιτήσεις. Επιπλέον, συχνά δίνουν χρηματοδοτήσεις για πρότζεκτ στα πανεπιστήμια, εξασφαλίζοντας τη συμμετοχή και των πανεπιστημιακών ερευνητών στα δικά τους ερευνητικά προγράμματα.     

·         Νέες σχέσεις μεταξύ γνώσης-επιστήμης και κοινωνίας-πολιτείας αναπτύσσονται καθώς στις σύγχρονες κοινωνίες η γνώση, η επιστήμη κι η τεχνολογία γίνονται τόποι πολλαπλών συγκρούσεων, αφού τα στοιχήματα που παίζονται πάνω τους έχουν ιδιαίτερη κοινωνικο-πολιτική σημασία. Από τη στιγμή που τα αποτελέσματα των επιστημονικών ερευνών και των τεχνολογικών νεωτερισμών απευθείας εφαρμόζονται στην κοινωνία, ο έλεγχος των καταστάσεων δεν μπορεί να επαφίεται μόνο στις ελίτ που παράγουν τις έρευνες και τους νεωτερισμούς αυτούς, αλλά αναγκαστικά περιλαμβάνει και το δημόσιο κοινό (Fuller, 2000). Ενώ στην εποχή της βιομηχανικής επανάστασης το κύριο πολιτικό πρόβλημα προερχόταν από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τις κοινωνικές ανισότητες που αυτή δημιουργούσε, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης το ζητούμενο είναι η πρόσβαση των ευρύτερων μαζών των πολιτών στις νέες γνώσεις κι οι ανισότητες που υποχρεωτικά πάλι αναπαράγονται. Επομένως, τώρα κάποιοι κοινωνικοί αγώνες φαίνονται να στοχεύουν προς την δημοκρατικοποίηση των νέων γνώσεων μέσα από κινητοποιήσεις πολιτών που διεκδικούν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο ‘επιστημονικοποίησης.’ Όπως παρατήρησε η Επιτροπή Gulbenkian (1996), που συνεδρίασε υπό την προεδρία του Immanuel Wallerstein, η γνώση έπαυσε πλέον να είναι κάτι έξω από την κοινωνία, απλώς ένας στόχος της επιστημονικής κοινότητας, αλλά παράγεται από ένα πλήθος κοινωνικών δραστών, που έχουν κάθε λόγο να αμφισβητούν την οποιαδήποτε προσχηματισμένη αλήθεια.

 

Αυτοστοχαστικότητα και Πανεπιστήμια

 

Η αυξανόμενη εμπλοκή των κοινωνικών δραστών στην παραγωγή της γνώσης κι οι αντίστοιχες απαιτήσεις για την κοινωνική υπευθυνότητα της επιστήμης και της τεχνολογίας μπορούν να διατυπωθούν και μ’ έναν διαφορετικό τρόπο. Ουσιαστικά ισοδυναμούν με την αυτοστοχαστικότητα της γνώσης, δηλαδή, τη στροφή της ίδιας της γνώσης να στοχασθεί για τον εαυτό της, την φύση της, και για τις συνθήκες ύπαρξής της. Ο Ulrich Beck (1992) διερεύνησε την κοινωνική εξάρτηση της αυτοστοχαστικότητας από την αίσθηση του κίνδυνου και των αβεβαιότητων, που οδηγούν στην αυτο-συνειδότητα αυτή σαν αποτέλεσμα της χρεοκοπίας της επιστημονικής αυτο-νομιμοποίησης. Παράλληλα, ο Anthony Giddens (1990, 1991) μελέτησε τους θεσμικούς παράγοντες που επηρεάζουν την κοινωνική  αυτοστοχαστικότητα.

Είναι ενδιαφέρον να σχολιάσουμε πώς οι θεωρίες της αυτοστοχαστικότητας εφαρμόζονται στο σημερινό πανεπιστήμιο. Σύμφωνα με τον Giddens, η αυτοστοχαστικότητα για την φύση και τη λειτουργία των πανεπιστημιακών θεσμών οδηγεί σε πολιτικές αμφισβήτησης των συντηρητικών δομών, που δεν ανταποκρίνονται στα νέα δεδομένα. Σύμφωνα με τον Beck, επειδή η πανεπιστημιακή αυτοστοχαστικότητα πηγάζει από τις έντονες ανησυχίες για τους κινδύνους και τις αβεβαιότητες, που συνεπάγονται τα νέα κοινωνικο-οικονομικά δεδομένα, δημιουργούνται συνθήκες κρίσεις που κλονίζουν τις παραδοσιακές αυτο-νομιμοποιητικές διαδικασίες στα πανεπιστήμια.

            Πάντως, υπάρχουν άφθονα παραδείγματα κοινωνικής και θεσμικής αυτοστοχαστικότητας, που ανά τον κόσμο διαπλάθουν την ταυτότητα των σύγχρονων πανεπιστήμιων, όπως:

·         ζητήματα φύλου και φυλής,

·         θετικές δράσεις για θέσεις εργασίας,

·         συζητήσεις για το μέλλον των ανθρωπιστικών σπουδών,

·         έριδες για τον μεταμοντερνισμό,

·         θέματα πολυ-πολιτισμικής παιδείας,

·         θρησκεία κι εκπαίδευση (πχ., η σύγκρουση μεταξύ των υποστηρικτών της εξελικτικής θεωρίας κι εκείνων της θείας δημιουργίας στις ΗΠΑ),

·         οι ονομαζόμενοι ‘πόλεμοι για την κουλτούρα’ και ‘πόλεμοι για την επιστήμη’ (πχ., η γνωστή υπόθεση Sokal).

Πέρα από όλες αυτές τις επιμέρους συζητήσεις, είναι πλέον γεγονός ότι η σύγχρονη κοινωνία έχει γίνει περισσότερη αυτοστοχαστική, ευαισθητοποιημένη κι απαιτητική σε σχέση με το πανεπιστήμιο. Παλαιότερα οι δίαυλοι της επικοινωνίας μεταξύ κοινωνίας και πανεπιστήμιου ήσαν περιορισμένοι και μονής κατεύθυνσης: Το κοινό είχε κάποιο σημαντικό έλλειμμα γνώσεων κι έπρεπε να διαφωτιστεί από το πανεπιστήμιο. Στη σύγχρονη όμως εποχή το κοινό, ικανοποιώντας, ως ένα βαθμό, τις επικοινωνιακές του ανάγκες από τα παγκοσμιοποιημένα μήντια, όχι απλώς δεν εξαρτάται από την πανεπιστημιακή πληροφόρηση αλλά, καθώς οι επιστημονικο-τεχνολογικές εξελίξεις μπαίνουν όλο και περισσότερο στην καθημερινή του ζωή, απαιτεί από το πανεπιστήμιο να είναι υπόλογο για τις συνέπειες των ερευνών του και να μπορεί να δικαιολογήσει το ρόλο που παίζει στις γενικότερες συνθήκες της εποχής της παγκοσμιοποίησης.

 

Οι Μετασχηματισμοί του Πανεπιστήμιου

 

            Καθώς αλλάζουν λοιπόν οι δομές κι οι μηχανισμοί παραγωγής γνώσης στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, ο κοινωνικός ρόλος του πανεπιστήμιου βρίσκεται σε συνθήκες πλήρους κρίσης. Όπως είδαμε αυτό συμβαίνει εξ αιτίας τριών κυρίως λόγων. Πρώτον, το κράτος εγκαταλείπει το πανεπιστήμιο στην τύχη του κι αυτό είναι αναγκασμένο να βρει νέους χορηγούς. Δεύτερο, το πανεπιστήμιο είναι υποχρεωμένο να ανταγωνισθεί με νέους παραγωγούς της γνώσης. Και τρίτο, το αίτημα της κοινωνικής υπευθυνότητας του πανεπιστήμιου γίνεται όλο κι οξύτερο, καθώς κάποιοι πολίτες αμφισβητούν όλο και περισσότερο τον εξορθολογισμό της επιστήμης και την επιστημονική αυτο-νομιμοποίηση.

            Είναι γεγονός ότι και στις τρεις αυτές κρίσεις που περνά το πανεπιστήμιο μπορούν να εντοπισθούν τα ίχνη της δράσης και της παγκοσμιοποίησης αλλά και της αντίθετης διαδικασίας του κατακερματισμού, που αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Με άλλα λόγια, την ίδια στιγμή που η γνώση παγκοσμιοποιείται, ξεφεύγει, δηλαδή, από τον έλεγχο του εθνικού κράτους και της παραδοσιακής επιστημονικής κοινότητας, την ίδια στιγμή η γνώση αυτή κατακερματίζεται, χάνει, δηλαδή, την ικανότητα προσανατολισμού της κοινωνίας σε κάποιες βάσιμες κατευθύνσεις και διασκορπάται σε μια σειρά από εξειδικευμένους τομείς ανάλογα με το πλαίσιο της κάθε εφαρμογής.

            Πιο συγκεκριμένα, οι δομικοί μετασχηματισμοί του ταυτόχρονα παγκοσμιοποιημένου και θρυμματισμένου πανεπιστήμιου αναδεικνύουν  δυο νέες μορφές του: το επιχειρηματικό και το ‘κινητό’ πανεπιστήμιο.

 

(i) Το Επιχειρηματικό Πανεπιστήμιο

 

            Ένας άλλος τρόπος να δούμε την υποκατάσταση του κυβερνητικού έργου από τις διαχειριστικές και ρυθμιστικές πολιτικές είναι μέσα από την έννοια της ‘λογιστικής κοινωνίας’ (‘audit society’) του Michael Power (1967), που περιγράφει τον τύπο της διαμορφούμενης κοινωνίας την εποχή της παγκοσμιοποίησης. Ειδικότερα τότε, τα πανεπιστήμια υιοθετούν τις μεθόδους του επιχειρηματικού μάνατζμεντ, γίνονται, δηλαδή, τα ίδια επιχειρήσεις (Slaughter & Leslie, 1997). Εγκαταλείπεται, έτσι, το ουμανιστικό όραμα του Διαφωτισμού για την ‘αφ’ εαυτής’ αξία της γνώσης, που αναζητείται από τα κοινωνικά απομονωμένα πανεπιστήμια. Τώρα τα πανεπιστήμια δεν διαφέρουν σε τίποτε από μια οικονομική επιχείρηση, που επιδιώκει το κέρδος, ανταγωνίζονται μεταξύ τους και μ’ άλλους να πάρουν τους καλύτερους φοιτητές και καθηγητές και τα περισσότερα πρότζεκτ κι επιχορηγήσεις.

            Μια από τις συνέπειες της εδραίωσης των επιχειρηματικών πανεπιστήμιων είναι ότι οι παρατηρούμενες κλαδικές αλληλεπικαλύψεις κι οι ασάφειες στον διαχωρισμό των συνόρων μεταξύ των επιστημονικών κλάδων δεν οφείλονται πλέον σε αύξηση του διεπιστημονικού και διακλαδικού χαρακτήρα του σύγχρονου πανεπιστήμιου, αλλά υπαγορεύονται από επιχειρηματικές επιταγές μεγιστοποίησης του κέρδους με τέτοιες κινήσεις. Δείτε, για παράδειγμα, τον ‘εν νυκτεί’ προσεταιρισμό της Πληροφορικής από όλα σχεδόν τα τμήματα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών στην Ελλάδα την δεκαετία του 1990, που ξαφνικά μεταμορφώθηκαν σε τμήματα ‘Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών.’

            Επιπλέον όμως, το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο επεμβαίνει και στην ίδια οργάνωση και παραγωγή γνώσης στο εσωτερικό του. Για να γίνει πιο αποτελεσματικό οικονομικά και λειτουργικά ευέλικτο, διαχωρίζει πλήρως την έρευνα από την διδασκαλία. Ακόμη, σ’ αντίθεση και ταυτόχρονα με κάποιες συνενώσεις κλάδων που έχουν στρατηγική σημασία,  κατακερματίζει τα γνωστικά πεδία αναπτύσσοντας πολλαπλές ειδικότητες κι εξειδικεύσεις, σύμφωνα με τις επιταγές της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας κι αδιάφορα από τις πραγματικές απαιτήσεις τις κοινωνίας.

            Καθώς το πανεπιστήμιο γίνεται επιχείρηση, αλλάζουν πολλές δομές στο εσωτερικό του σύμφωνα με τα επιχειρηματικά πρότυπα. Σε πολλές χώρες, η μονιμότητα του πανεπιστημιακού προσωπικού εξατμίζεται (για τις κατώτερες τουλάχιστον βαθμίδες). Συμπληρωματικά, εταιρίες ή άλλες επιχειρήσεις αναλαμβάνουν τις χορηγίες πανεπιστημιακών εδρών, εργαστηρίων ή και θέσεων καθηγητών.  Οι αξιολογήσεις των πανεπιστημιακών γίνονται μέσω επιφανειακών ποσοτικών δεικτών με αποτέλεσμα τη μαζική αύξηση του αριθμού των δημοσιεύσεων, που δεν αντιστοιχούν σε καμιά ουσιαστική ποιότητα έργου.

 

(ii) Το ‘Κινητό’ Πανεπιστήμιο

 

            Ενώ το παραδοσιακό πανεπιστήμιο ήταν τοποθετημένο σε συγκεκριμένους σταθερούς χώρους, στους οποίους το μάθημα αποτελούσε την κύρια μορφή επιστημονικής επικοινωνίας κι όπου οι πανεπιστημιακοί διεξήγαγαν τουλάχιστον το σημαντικότερο τμήμα των ερευνών τους, η κατάσταση σήμερα έχει ριζικά αλλάξει. Καθώς η γνώση παγκοσμιοποιείται, υποχρεωτικά αποχωρικοποιείται, ξεφεύγει, δηλαδή, από τις δεσμεύσεις του γεωγραφικού χώρου ή τις καθυστερήσεις του χρόνου. Έτσι, βρίσκεται σε μια διαρκή κίνηση και κυκλοφορία μέσα στις πληροφοριακές ροές, που διασχίζοντας τον κόσμο συρρικνώνουν και συμπιέζουν το χώρο και το χρόνο (Castells, 1996). Βέβαια, δεν μπορεί να μην αναγνωρισθεί το γεγονός ότι η πληροφοριακή αυτή κινητικότητα σε ειδικές περιπτώσεις έχει θετικό κι ευεργετικό χαρακτήρα (απομακρυσμένες περιοχές, άτομα με ειδικές ανάγκες κλπ.). Το πρόβλημα όμως του ‘κινητού’ πανεπιστήμιου είναι στο κατά πόσο η σκοπιμότητά του ικανοποιεί πραγματικές ανάγκες (κι όχι τη μόδα και τα συμφέροντα της παγκοσμιοποιημένης αγοράς), πόσο μπορεί να ελεγχθεί κοινωνικά η πορεία του και πόσο αποδεκτή κι αφομοιώσιμη είναι η κοινωνική κριτική για την βελτίωση του ρόλου του.

            Κάποια παραδείγματα αυτής της πληροφοριακής ‘κινητικότητας’ κι αποχωρικοποίησης του παγκοσμιοποιημένου πανεπιστήμιου είναι τα εξής:

·         Η εκπαίδευση από απόσταση και online (που όμως τείνει να εμπορευματοποιηθεί πλήρως - Noble, 1998).

·         Η χρήση (που συχνά όμως γίνεται κατάχρηση) του Internet και των δυνατοτήτων της επικοινωνίας με την διαμεσολάβηση των υπολογιστών.

·         Η πληθώρα των διεθνών συνεδρίων που οργανώνονται σ’ όλο τον κόσμο.

·         Τα δίκτυα επιστημονικών συνεργασιών κι επικοινωνίας.

·         Οι δημοσιεύσεις πολλαπλών συγγραφέων.

·         Τα προγράμματα ανταλλαγών και κινητικότητας σπουδαστών, ερευνητών κλπ. (όπως ο ‘Σωκράτης’ κι οι υποτροφίες Marie-Curie στην ΕΕ).

·         Η πολιτική της επιστήμης, που ασκείται από μεγάλους πολυεθνικούς φορείς (πχ., η ΕΕ), μέσω χρηματοδοτήσεων συνεργασιών για ερευνητικά κι αναπτυξιακά προγράμματα.

 

Η Στροφή στην Κοινωνιολογία της Επιστήμης

 

            Ερχόμαστε τώρα να δούμε κάποιους κοινωνικο-πολιτικούς προβληματισμούς για τους τρόπους αντιμετώπισης της επιστήμης και της τεχνολογίας, που αναπτύχθηκαν στον κλάδο της κοινωνιολογίας της επιστήμης μετά το 1970. Ορισμένες παλαιότερες απόψεις, που θεωρούσαν την ‘θετική’ γνώση σαν βάση της επιστήμης και ταύτιζαν τις επιστημονικο-τεχνολογικές αλλαγές με την κοινωνική πρόοδο, τελευταία αντιμετωπίζονται με έντονο σκεπτικισμό. Δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν ότι οι στάσιμες, παγιωμένες και δογματικές αντιλήψεις για την επιστήμη, την πολιτική και την κοινωνία πρέπει να εγκαταλειφθούν και να υιοθετηθούν κάποιες περισσότερο δυναμικές, ευέλικτες και πλουραλιστικές ερμηνείες της πολυπλοκότητας αυτών των φαινομένων.

Έτσι, φαίνεται ότι τελευταία αναθεωρούνται και μετασχηματίζονται τα κριτήρια του τι αποτελεί την ‘θετική’ γνώση. Στο παρελθόν, οι ισχυρισμοί της νέας γνώσης έπρεπε να υποστούν από την επιστημονικο-τεχνολογική κοινότητα την δοκιμασία κάποιων αυστηρών τεχνικών προδιαγραφών πριν γίνουν αποδεκτοί σαν ‘αξιόπιστη’ γνώση. Αντίθετα, τα τελευταία χρόνια, η τάση είναι να εξετασθεί η νέα γνώση για το κατά πόσο μπορεί να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της κοινωνίας των πολιτών, πολύ πιο ευρύτερης της επιστημονικο-τεχνολογικής κοινότητας των ειδικών, και να αποδείξει το κατά πόσο η γνώση αυτή διαθέτει τα ενέχυρα για να χαρακτηρισθεί ‘κοινωνικά εύρωστη.’ Επιπλέον, οι μετασχηματισμοί αυτοί στην κοινωνική κατασκευή της γνώσης φαίνεται να υλοποιούνται μέσα από την διαμεσολάβηση ενός ολόκληρου δικτύου από εθνικούς και διεθνείς παράγοντες, που, έτσι, διεκδικούν να παίξουν κάποιο ρόλο στην επιστημονική πολιτική. Η διαμεσολάβηση των ΜΜΕ στον καθορισμό της σεισμολογικής πρόβλεψης και στην διάχυση των πληροφοριών, που προέρχονται από παγκόσμιες πηγές, για την επικινδυνότητα των γενετικά τροποποιημένων τροφών είναι δυο ιδιαίτερα ενδεικτικά παραδείγματα για την κατασκευή της επιστημονικής γνώσης στη σημερινή Ελλάδα. Μάλιστα, ειδικότερα για τα ζητήματα των βιοτεχνολογιών, η σύγχρονη (εθνική και διεθνής) επιστημονική πολιτική οφείλει να αναγνωρίσει τη στενή σχέση μεταξύ κάποιων υποκειμενικών ηθικών ανησυχιών και κάποιων αντικειμενικών κοινωνικο-οικονομικών συμφερόντων. Επιπλέον, κάτω από αυτό το πρίσμα, μπορούμε να δούμε ότι πολλαπλασιάζονται οι ενδιαφερόμενοι φορείς που θέλουν να έχουν γνώμη για τα θέματα αυτά (οι ονομαζόμενοι stakeholders της επιστήμης και της τεχνολογίας). Για παράδειγμα, δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη η σχετική ευαισθητοποίηση της Εκκλησίας της Ελλάδας (κάτω φυσικά από τους δικούς της ιδιαίτερους θρησκευτικούς προβληματισμούς, ενδεχομένως αμφισβητούμενους από άλλους).

Στα πλαίσια λοιπόν της κοινωνιολογίας της επιστήμης, που αναπτύχθηκε από την δεκαετία του 1970 κι ύστερα, άρχισαν να μελετώνται οι ονομαζόμενες Κοινωνικές Μελέτες της Επιστήμης και της Τεχνολογίας, που συνήθως στην αγγλόφωνη θεματολογία αναφέρονται με τα αρχικά STS (από το Science and Technology Studies, που είναι τα ίδια με τα αρχικά των λέξεων Science-Technology-Society) (Μπουντουρίδης, 1999a & 1999b). Εκεί, η μελέτη της σχέσης της επιστήμης με την κοινωνία στηρίζεται στην διερεύνηση της ιδιαίτερης (αν υπάρχει) διάρθρωσης της επιστήμης και των υλικών συνθηκών ύπαρξής της. Πιο συγκεκριμένα, το αντικείμενο της ανάλυσης των σχέσεων της επιστήμης με την κοινωνία εστιάζεται στη μελέτη αφενός του εσωτερικού περιεχομένου της επιστήμης κι αφετέρου του γενικότερου πλαισίου (context), μέσα στο οποίο λειτουργεί η επιστήμη. Συνήθως, το εσωτερικό περιεχόμενο της επιστήμης θεωρείται ότι διέπεται από κάποια εξειδικευμένη λογική τεχνικής φύσης κι αναπαράγεται σύμφωνα με το γνωστικό δυναμικό της ανθρώπινης νόησης. Από την άλλη μεριά, το γενικότερο πλαίσιο, μέσα στο οποίο διαμορφώνεται η επιστημονική δραστηριότητα, αφενός προσδιορίζεται από συγκεκριμένους κοινωνικούς και πολιτιστικούς παράγοντες κι αφετέρου συμβάλλει το ίδιο στη συγκεκριμένη κοινωνική διάρθρωση του επιστημονικού έργου (όπως, π.χ., μέσω της μελέτης της επιστημονικής διαστρωμάτωσης, του συστήματος επιστημονικής επιβράβευσης κι αξιολόγησης, των επιστημονικών ομαδοποιήσεων, κλπ.).

            Σύμφωνα όμως με την κλασική φιλοσοφία της επιστήμης, πρέπει να υπάρχει ένας απόλυτος διαχωρισμός μεταξύ του εσωτερικού λογικού περιεχόμενου της επιστήμης και των εξωτερικών (κοινωνιολογικών ή ψυχολογικών ή κ.α.) παραγόντων, που καθορίζονται στο γενικότερο πλαίσιο, στο οποίο πραγματοποιείται η επιστήμη. Οπότε, η κλασική φιλοσοφία της επιστήμης εστιάζεται αποκλειστικά και μόνο στην ανάλυση της θεωρούμενης επιστημολογικής ιδιαιτερότητας της επιστημονικής γνώσης και στην αποκωδικοποίηση της λογικής της επιστημονικής ανακάλυψης, ανεξάρτητα και πέρα από ενδεχόμενους μεταφυσικούς στοχασμούς ή από τυχούσες κοινωνικές ή ψυχολογικές θεωρήσεις της επιστημονικής γνώσης κι ανακάλυψης.

Από την άλλη μεριά, η κλασική κοινωνιολογία της επιστήμης (που κατ’ εξοχήν προέρχεται από την δουλειά του αμερικανού κοινωνιολόγου Robert Merton, 1973) είχε απολύτως σεβαστεί τον προηγούμενο διαχωρισμό  και, για αυτό, αρνιόταν να μελετήσει τη λογική και το γνωστικό περιεχόμενο της επιστήμης, αντικείμενα μελέτης που τα “χάριζε” στους προβληματισμούς της κλασικής επιστημολογίας. Για το λόγο αυτό, η παραδοσιακή κοινωνιολογία της επιστήμης απλώς περιοριζόταν να μελετήσει είτε την κοινωνική θεσμοποίηση των κανόνων λειτουργίας της επιστήμης (οι περίφημες “νόρμες του Merton”), που εγγυούνταν την κοινωνική στήριξη των λογικών δομών της επιστήμης, είτε να εντοπίσει ποιες κοινωνικές συνθήκες μπορούσαν να οδηγήσουν στις αποκλίσεις μιας λανθασμένης λογικής της επιστήμης (η ‘κοινωνιολογία του λάθους’).

            Απέναντι στις κλασικές προσεγγίσεις της φιλοσοφίας και της κοινωνιολογίας της επιστήμης, οι κοινωνικές μελέτες της επιστήμης (που εμφανίσθηκαν μετά από τα μέσα της δεκαετίας του 1970) επιστρατεύουν μια εναλλακτική μεθοδολογία ανάλυσης των κοινωνικών επιδράσεων της επιστήμης. Μέσα από τη μεθοδολογία αυτή, οι κοινωνικοί προσδιορισμοί της επιστήμης αποκτούν μια κυρίαρχη σημασία σ’ όλα τα επίπεδα των επιστημονικών δρώμενων, από το εσωτερικό περιεχόμενο ως το εξωτερικό πλαίσιο ύπαρξής τους. Βέβαια, οι κοινωνικές μελέτες της επιστήμης δεν συγκροτούν μια ομοιογενή μεθοδολογία αλλά έχουν αναπτυχθεί σε μια σειρά από διαφορετικές προσεγγίσεις της σχέσης της επιστήμης με την κοινωνία (Μπουντουρίδης, 1999a).

Σ’ όλες όμως αυτές τις προσεγγίσεις, υπάρχει μια λίγο πολύ κοινή αντιμετώπιση του βασικού προβλήματος της κατανόησης του πραγματικού χαρακτήρα της επιστημονικής λογικής  ή, καλύτερα, της επιστημονικής θεωρίας. Ουσιαστικά, μια θεωρία δεν είναι παρά μια (θεωρητική) αναπαράσταση ενός αντικείμενου, το οποίο η θεωρία προσπαθεί να περιγράψει ή να κατανοήσει αναπαραγάγοντας (ή προσομοιώνοντας) την δομή του αντικείμενου με τους δικούς της θεωρητικούς όρους και προτάσεις. Προφανώς, αυτός είναι ο “αυτονόητα” παραδεκτός τρόπος κατανόησης της σχέσης αναπαράστασης κι αντικειμένου. Αλλά όμως μια τέτοια σχέση έχει τότε μόνο νόημα, όταν υπονοείται εξ αρχής η “αντικειμενική” ύπαρξη του αντικείμενου στον “έξω κόσμο.” Ειδικότερα, έτσι (το αντικείμενο “συνεπάγεται” την αναπαράσταση) γίνεται αντιληπτή η σχέση αναπαράστασης-αντικείμενου από την κλασική επιστημολογία ή από οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση, που θεμελιώνεται με βάση τη (σιωπηλή ή εκπεφρασμένη) αποδοχή ενός ενυπάρχοντος κι απόλυτου ορθολογισμού της αντικειμενικής πραγματικότητας.

            Από την δική τους τώρα μεριά, οι κοινωνικές μελέτες της επιστήμης αντιλαμβάνονται τη σχέση αναπαράστασης-αντικειμένου με ακριβώς την αντίστροφη φορά. Κι αυτή η αντιστροφή είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική του τρόπου, με τον οποίον οι σύγχρονες κοινωνικές μελέτες της επιστήμης κατανοούν την επιστήμη, θέτοντας προτεραιότητα στη συλλογική-κοινωνική ενεργητική δραστηριότητα της επιστημονικής κοινότητας μέσα στο γενικότερο κοινωνικό πλαίσιο, που αυτή εντάσσεται. Πιο συγκεκριμένα, αμφισβητώντας τις απόλυτες κι αυθύπαρκτες διαστάσεις ύπαρξης μιας θεωρούμενης αντικειμενικής πραγματικότητας, οι κοινωνικές μελέτες της επιστήμης υποστηρίζουν (Woolgar, 1988) ότι είναι δια μέσου της ανθρώπινης κοινωνικής κι επικοινωνιακής διαδικασίας δημιουργίας της αναπαράστασης, που πλάθεται και συγκροτείται το ίδιο το αναπαριστούμενο αντικείμενο (δηλαδή, σχηματικά, η αναπαράσταση “συνεπάγεται” το αντικείμενο). Με άλλα λόγια, οι κοινωνικές μελέτες της επιστήμης θέλουν να καταλάβουν πώς η αντικειμενική πραγματικότητα των επιστημονικών δραστηριοτήτων (που οδηγούν στο κτίσιμο μεθόδων, θεωριών κι άλλων γνωστικών αναπαραστάσεων) κατασκευάζεται κοινωνικά μέσα από μια ποικιλία κοινωνικών διαδικασιών, όπως επικοινωνίας, μεταφοράς, διάχυσης, συζήτησης, διαπραγμάτευσης, συγκάλυψης, διαλεύκανσης, αντιδικίας, συναίνεσης κλπ. Για αυτό το λόγο, το αντικείμενο των κοινωνικών μελετών της επιστήμης θεωρείται ότι είναι η κοινωνική κατασκευή της επιστήμης και, για το σκοπό αυτό, η υιοθετούμενη μεθοδολογία είναι αυτή του κοινωνικού κονστρουκτιβισμού.

           

Η Πολιτική της Επιστήμης και της Τεχνολογίας

 

            Όμως, πέρα από τα προηγούμενα, οι μεταβαλλόμενες σχέσεις μεταξύ επιστήμης (και τεχνολογίας), δημόσιας πολιτικής και κοινωνικής δυναμικής θέτουν μια σειρά από λεπτές προκλήσεις και δύσκολα ερωτήματα στο έργο της σύγχρονης πολιτικής της επιστήμης και της τεχνολογίας, που θέλει να παρακολουθήσει την πολυπλοκότητα του σύγχρονου κοινωνικο-οικονομικού γίγνεσθαι (Irwin, 1995). Ειδικότερα, μεταξύ των επιστημονικο-τεχνολογικών εξελίξεων,  που αποτελούν το αντικείμενο της μελέτης της σύγχρονης πολιτικής της επιστήμης και της τεχνολογίας, περιλαμβάνονται τέτοια θέματα, όπως της βιοτεχνολογίας, βιοηθικής, οικολογίας, περιβαλλοντολογίας, ποιότητας ζωής, πληροφορικής και δικτύων υπολογιστών, νέων μέσων επικοινωνίας, χωροταξίας και δόμησης κατασκευών, αστικού χώρου των πόλεων, εκμετάλλευσης φυσικών πόρων, σεισμολογίας κλπ.

Τότε τίθενται πολλά ενδιαφέροντα ερωτήματα, όπως, για παράδειγμα, πώς μπορεί να εξασφαλισθεί και να βελτιωθεί η ποιότητα των επιστημονικο-τεχνολογικών αποφάσεων στο πλαίσιο ενός γενικευμένου κοινωνικού ενδιαφέροντος; Πώς μπορεί να δοθεί περισσότερη αποτελεσματικότητα και ευελιξία στις επιστημονικο-τεχνολογικές πολιτικές, όταν παράλληλα χρειάζεται να υπάρχει περισσότερη κοινωνική υπευθυνότητα και περισσότερη διαφάνεια των ακολουθούμενων διαδικασιών; Προφανώς το θέμα της διαφάνειας των επιστημονικο-τεχνολογικών πολιτικών επιλογών που αναλαμβάνουν οι δημόσιοι φορείς βρίσκεται στο επίκεντρο των πολιτικών συζητήσεων στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια (σε σχέση με τα ονομαζόμενα διαπλεκόμενα συμφέροντα κλπ.). Επιπλέον, τα ερωτήματα αυτά γίνονται ακόμη πιο λεπτεπίλεπτα για την πολιτική της επιστήμης στην Ελλάδα, αν ληφθεί υπόψη η ευαισθησία του ελληνικού κοινωνικού στοιχείου σε εγγενείς πολιτιστικούς ή ιστορικούς παράγοντες: Πώς μπορεί μια σύγχρονη πολιτική της επιστήμης στην Ελλάδα να ακολουθήσει την παγκόσμια δυναμική των κοινωνικών και των επιστημονικο-τεχνολογικών μετασχηματισμών διατηρώντας ταυτόχρονα αναλλοίωτες τις πολιτιστικές υποθήκες της ιστορικής της εθνικής συνείδησης;

Επιπλέον, η σύγχρονη πολιτική της επιστήμης και της τεχνολογίας αποσκοπεί στην ενδυνάμωση του διαλόγου για την Δημόσια Κατανόηση της Επιστήμης και της Τεχνολογίας (Gregory & Miller, 1998). Στην πράξη κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει με δυο τρόπους: Αφενός με έρευνες (surveys) και παρόμοια ερωτηματολόγια, στα οποία αποτυπώνεται η δημόσια κατανόηση της επιστήμης και της τεχνολογίας καθώς και η στάση των πολιτών απέναντι στην επιστήμη και την τεχνολογία. Αφετέρου με αναλύσεις ειδικών περιπτώσεων (case-studies) για την δημόσια κατανόηση της επιστήμης και της τεχνολογίας σε περισσότερο συγκεκριμένα πλαίσια.

            Για να δώσουμε μια γεύση από τις κατευθύνσεις, στις οποίες κινείται η σύγχρονη πολιτική της επιστήμης, θα παραθέσουμε στη συνέχεια μια σειρά από κοινωνικά προβλήματα σε τέσσερις συγκεκριμένες θεματολογίες (για μια συγκεκριμένη πρόταση, δείτε, Μπουντουρίδης, 2000):

 

(i) Κοινωνικοί Μετασχηματισμοί Επιστήμης και Τεχνολογίας

 

·         Ανταπόκριση των επιστημονικο-τεχνολογικών θεσμών σε δημόσιες ανησυχίες, πιέσεις και διεκδικήσεις.

·         Μελέτη της μεταφοράς γνώσης και των επιστημονικο-τεχνολογικών διαμεσολαβητών (π.χ., ΜΜΕ, περιβαλλοντολογικές ομάδες, “πράσινες’ οργανώσεις, ενώσεις καταναλωτών κλπ.).

·         Κοινωνική κατασκευή και δημόσια ανα-κατασκευή της γνώσης. Ο ρόλος των γνωστικών (εσωτερικών) παραγόντων αλλά και των κοινωνικο-πολιτιστικών (εξωτερικών) επιδράσεων. Ακόμη, η συμβολή ορισμένων μη γνωστικών παραγόντων (όπως ο φόβος ή και άλλα συναισθήματα) στις διαδικασίες αυτές.

 

(ii) Επιστήμη, Τεχνολογία και Πολιτική

 

·         Συμμετοχικές διαδικασίες για την διαμόρφωση κοινής συναίνεσης (ομοφωνίας), δημόσιας σύμπραξης, συλλογικής παροχής συμβουλών, ευαισθητοποίησης όλων των ενδιαφερομένων (όπως, πχ., εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και μποϊκοτάζ καταναλωτών, κινητοποιήσεις άμεσης δημοκρατίας κλπ.).

·         Ανάλυση του ρόλου του σύγχρονου πολίτη της κοινωνίας, της βασισμένης στην γνώση, και κατανόηση των διαφοροποιήσεων σε σχέση με τον παραδοσιακό δημοκρατικό ρόλο του πολίτη.

·         Διερεύνηση των ενδεχόμενων ανισοτήτων και αποκλεισμών, που η σύγχρονη επιστήμη και τεχνολογία μπορούν να επιβάλλουν σε κάποιες κοινωνικά αδύναμες ομάδες (όπως, πχ., γυναίκες, φυλετικές μειονότητες, άτομα με αναπηρία, άτομα με ελλιπή εκπαίδευση, άτομα μεγάλης ηλικίας κλπ.).

·         Εμπειρική μελέτη της κοινωνικής κατασκευής της ηθικής αποδοχής και εμπιστοσύνης, που επιδεικνύουν διάφορες κοινωνικές και θεσμικές ομάδες σε σχέση με συγκεκριμένα επιστημονικά ή τεχνολογικά θέματα.

 

(iii) Επιστημονική Επικοινωνία

 

·         Μελέτη της επιστημονικής επικοινωνίας σε συνθήκες αβεβαιότητας και σε σχέση με ένα διευρυμένο σύνολο ενδιαφερομένων κοινωνικών ομάδων (όπως, πχ., παροχή επιστημονικών συμβουλών σε δημόσιους και ρυθμιστικούς φορείς, περιπτώσεις δικαστικών παρεμβάσεων [Jasanoff, 1995], εμπορικές διαπραγματεύσεις επιστημονικών και τεχνολογικών προϊόντων κλπ.).

·         Αμφίδρομη διασύνδεση της επιστημονικής επικοινωνίας με την επιστημονική εκπαίδευση, που συμβάλλει σε αμφίδρομη συσχέτιση της δημόσιας αγωγής με την επιστημονική γνώση.

·         Ανάλυση των τρόπων, που τα ΜΜΕ διαπραγματεύονται τα επιστημονικά θέματα και την ανταπόκριση των πολιτών σε αυτά (συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής από τα ΜΜΕ του δημοσίου στοιχείου και των ενδιαφερόντων και των ανησυχιών των πολιτών για την επιστήμη και την τεχνολογία).

·         Ευρύτερη διάδοση των μεθόδων και των αποτελεσμάτων της κοινωνιολογικής έρευνας και ως προς την γενικότερη της θεματολογία αλλά και, ειδικότερα, ως προς την κοινωνική διαχείριση και αξιολόγηση της επιστήμης και της τεχνολογίας.

 

(iv) Πολιτική και Θεσμικοί Μετασχηματισμοί

 

·         Μελέτες της ανταπόκρισης των πολιτικών διαδικασιών και των θεσμικών δομών στο διαμορφούμενο νέο πλαίσιο των σχέσεων επιστήμης, τεχνολογίας και κοινωνίας, που χαρακτηρίζεται από κοινωνικές πιέσεις για μεγαλύτερη υπευθυνότητα, διαφάνεια και διεύρυνση των δημοσίων ελέγχων και υποχρεώσεων. Οι θεσμικοί αυτοί μετασχηματισμοί συνήθως διεκπεραιώνονται μέσω συμβουλευτικών σωμάτων ειδικών, επιτροπών επιστημονικών συμβούλων, διαφόρων συμβουλίων ηθικής, επιτροπών αξιολόγησης της τεχνολογίας καθώς και μέσω εταιρικών στρατηγικών σχεδιασμών.

·         Νομικά και συνταγματικά θέματα, που ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ των συμμετοχικών διαδικασιών σε επιστημονικο-τεχνολογικά ζητήματα με τους πολιτικούς θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

·         Ανάλυση των μηχανισμών κατασκευής και σταθεροποίησης της ‘δημόσιας γνώμης’ από θεσμικούς παράγοντες (που περιλαμβάνουν την κυβέρνηση, την βιομηχανία και τις εταιρείες αλλά και κοινωνικές ομάδες ευαισθητοποιημένες σε ζητήματα επιστήμης και τεχνολογίας).

·         Διερεύνηση των δυνατοτήτων παρέμβασης στις εθνικές κυβερνήσεις διεθνών φορέων (όπως διεθνείς μη κυβερνητικές οργανώσεις και δίκτυα στρατευμένα σε περιβαλλοντολογικά ζητήματα - πχ., η GreenPeace).

·         Αποτίμηση της αποτελεσματικότητας στην διαμόρφωση της δημόσιας συμπεριφοράς και των πολιτικών θεσμικών ρυθμίσεων, που έχουν διάφορες μετρήσεις και στατιστικές για την δημόσια κατανόηση της επιστήμης και τεχνολογίας (όπως σφυγμομετρήσεις, συνεντεύξεις, απαντήσεις σε ερωτηματολόγια, έρευνες - surveys - κλπ.).

 


Αναφορές

 

Axford, B. (1995). The Global System: Economics, Politics, and Culture. New York: St. Martin’s Press.

Beck, U. (1992). Risk Society: Towards a New Modernity. London: Sage Publications.

Bourdieu, P. (1998). Acts of Resistance: Against the Tyranny of the Market. New York: The New York Press.

Castells, M. (1996). The Rise of the Network Society. Oxford: Blackwell.

Delanty, G. (1998). The idea of the university in the global era: From knowledge as an end to the end of knowledge? Social Epistemology, 12(1), 3-25.

Fuller, S. (2000). The Governance of Science: Ideology and the Future of the Open Society. Buckingham: Open University Press.

Gibbons, M., C. Limoges, H. Nowotny, S. Schwartzman, P. Scott & M. Trow (1994). The New Production of Knowledge: The Dynamics of Science and Research in Contemporary Societies. London: Sage Publications.

Giddens, A. (1990). The Consequences of Modernity. Cambridge: Polity Press.

Giddens, A. (1991). Modernity and Self-Identity. Cambridge: Polity Press.

Gregory, J., & S. Miller (1998). Science in Public: Communication, Culture, and Credibility. New York: Plenum Trade.

Habermas, J. (1971). The university in a democracy: Democratization of the university. In J. Habermas, Toward a Rational Society. London: Heinemann.

Humboldt, W. (1970). University reform in Germany: Reports and documents. Minerva, 8, 242-250.

Irwin, A. (1995). Citizen Science: A Study of People, Expertise and Sustainable Development. London: Routledge.

Jasanoff, S. (1995). Science at the Bar: Law, Science, and Technology in America. Cambridge, MA: Harvard University Press.

Kant, I. (1979) [1798]. The Conflict of the Faculties. New York: Abaris Books.

Merton, Robert K. (1973). The Sociology of Science: Theoretical and Empirical Investigations (N.W. Storer, ed.). Chicago: University of Chicago Press.

Μπουντουρίδης, Μ.Α. (1999a). Κοινωνικές Μελέτες της Επιστήμης. Μάθημα Πανεπιστημίου Πατρών: http://hyperion.math.upatras.gr/courses/sts

Μπουντουρίδης, Μ.Α. (1999b). Κοινωνικές & Πολιτικές Διαστάσεις της Τεχνολογίας. Μάθημα Πανεπιστημίου Πατρών: http://hyperion.math.upatras.gr/courses/soctech

Μπουντουρίδης, Μ.Α. (2000). Για Μια Ελληνική Επιστημονική Πολιτική. Πρόταση στην ΓΓΕΤ.

Noble, D.F. (1998). Digital diploma mills: The automation of higher education. First Monday, 3(1): http://www.firstmonday.dk/issues/issue3_1/noble/

Rhodes, R. (1996). The new governance: Governing without government. Political Studies, 44, 6542-6567.

Slaughter, S., & L.L. Leslie (1997). Academic Capitalism: Politics, Policies, and the Entrepreneurial University. Baltimore: The Johns Hopkins University Press.

Touraine, A. (1971) [1968]. The May Movement: Revolt and Reform. New York: Random House.

Veblen, T. (1962). The Higher Learning in America. New Haven, CT: Yale University Press.

Waters, M. (1995). Globalization. London: Routledge.

Weber, M. (1970). Science as a vocation. In H. Gerth & C.W. Mills (eds.), From Max Weber. London: Routledge and Kegan Paul.

Woolgar, Steve (1988). Science: The Very Idea. London: Routledge.