Διάλεξη στο Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν
Αθήνα, 2 Απριλίου 1996

 

ΟΨΕΙΣ ΚΥΒΕΡΝΟΧΩΡΟΥ

Μωυσή Α. Μπουντουρίδη

mboudour@duth.gr
http://www.duth.gr/~mboudour/


Περίληψη. Η διάλεξη αυτή αναφέρεται στις αναδιαμορφώσεις που προκαλούν οι νέες τεχνολογίες της πληροφορικής και των ψηφιακών επικοινωνιών πάνω στις βασικές έννοιες της πραγματικότητας και του κοινωνικού χώρου. Έτσι, σκιαγραφείται η λειτουργία της εικόνας στον κυβερνοχώρο σαν μια εκδήλωση μέσα στην ψηφιακή επικράτεια ενός θεωρητικού μηχανισμού παραγωγής συνδέσμων και παραπομπών που υφαίνουν τον ιστό των κοινωνικοπολιτιστικών πρακτικών. Μια τέτοια λειτουργία εμφυτεύεται στις αναδυόμενες κυβερνοχωρικές εμπειρίες της πραγματικότητας. Είτε πρόκειται για την δυνητική πραγματικότητα (virtual reality) της ψηφιοποιημένης διεπιφάνειας που συνδέει άνθρωπο-μηχανή. Είτε πρόκειται για την πραγματικότητα του συναμφότερου της πολλαπλής ταυτότητας των υποκειμένων και της ενδεχομενικής υπόστασης των εννοιών που διαρθρώνεται μεταξύ ανθρώπου-μηχανής-δικτύου-ανθρώπου.


Οι Τρεις Κυβερνοχώροι

Ο όρος “κυβερνοχώρος” έχει πλέον εγγραφεί στο καθημερινό μας λεξιλόγιο στις δύο τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Παρότι γενικώς μπορεί κανείς να πει ότι αναφέρεται σε μια συμπλοκή του πραγματικού χώρου (ή καλύτερα του φυσικού-κοινωνικού χώρου στην οποία βιώνεται η φυσική-κοινωνική πραγματικότητα) με τις διαμορφούμενες νέες τεχνολογικές προοπτικές (ή καλύτερα με κάποιες τεχνολογικές δυνατότητες που είτε έχουν ήδη υλοποιηθεί είτε τώρα αναπτύσσονται ή ακόμη αποτελούν προϊόν της φαντασίας), υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους γίνεται κατανοητή η έννοια του κυβερνοχώρου: Κυβερνοχώρος κατά τον Gibson. Κυβερνοχώρος της δυνητικής πραγματικότητας (virtual reality). Κυβερνοχώρος κατά τον Barlow.

Αρχικά η λέξη “κυβερνοχώρος” (cyberspace) επινοήθηκε το 1984 από τον William Gibson, συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας και ειδικότερα ενός από τους πρωτοπόρους του είδους της επιστημονικής λογοτεχνίας με την ονομασία “κυβερνοπάνκ” (cyberpunk). Με τον “κυβερνοχώρο” προσπαθούσε ο Gibson να αποδώσει το όραμά του για ένα παγκόσμιο δίκτυο υπολογιστών που συνενώνει ανθρώπους και πληροφορία, μηχανές προγράμματα και δεδομένα, και σχηματίζει το υλικό υπόβαθρο, μέσα στο οποίο πραγματοποιείται η κίνηση (πλοήγηση) σε έναν αλληλεπιδραστικό δυνητικό κοινωνικό χώρο. Για παράδειγμα, γράφει ο Gibson [5] στο βιβλίο του “Νευρομάντης” (Neuromancer): “Κυβερνοχώρος. Μια συναινετική παραίσθηση (consensual hallucination) την οποίαν ζουν καθημερινά εκατομμύρια νόμιμοι χειριστές σε κάθε χώρα και παιδιά που μαθαίνουν τις μαθηματικές έννοιες… Μια γραφική αναπαράσταση των δεδομένων που προέρχονται από το σύνολο όλων των υπολογιστών του κόσμου. Αδιανόητη πολυπλοκότητα. Γραμμές φωτός που διασχίζουν το ά-χωρο (nonspace) του νου, συμπλέγματα και αστερισμοί δεδομένων. Σαν τα φώτα της πόλης που τρεμοσβήνουν.”

Αναφορικά με την ετυμολογία της λέξης “κυβερνοχώρος,” ας υπενθυμήσουμε ότι το πρόθεμα “κυβερνό-” προέρχεται από την “Κυβερνητική” (Cybernetics) του Norbert Wiener [14], ενός όρου με προέλευση από το ρήμα “κυβερνώ,” που ο Wiener χρησιμοποίησε το 1948 στις θεωρίες του της μελέτης και του ελέγχου της ροής πληροφοριών μεταξύ ζώντων ή τεχνητών επικοινωνούντων συστημάτων.

Συχνά η έννοια του “κυβερνοχώρου” αλληλεπικαλύπτεται με την έννοια της “δυνητικής πραγματικότητας” (virtual reality). Ουσιαστικά, η τεχνολογία της δυνητικής πραγματικότητας δεν είναι παρά η τεχνολογία μιας εμβαπτισμένης και άμεσης διεπιφάνειας ανθρώπου-υπολογιστού. Η εμβάπτιση (immersion) στο δυνητικό περιβάλλον επιτυγχάνεται μέσω της τεχνητής προσομοίωσης από τον υπολογιστή του περιβάλλοντος ενιαίου φυσικού χώρου και με τη μεταβολή των δεδομένων της προσομοίωσης από τις αντιδράσεις στα προσλαμβανόμενα τεχνητά ερεθίσματα. Με τον τρόπο αυτό προκύπτει η αμεσότητα ανθρώπου-μηχανής από μια αμφίδρομη σχέση αλλελεπίδρασης (interaction) πραγματικού χρόνου. Σαν αποτέλεσμα της εμβάπτισης και της αλληλπιδραστικής κίνησης (πλοήγησης) δημιουργείται η εμπειρία της τηλεπαρουσίας, δηλαδή, μιας ζωντανής - τριδιάστατης και κινούμενης - αίσθησης παρουσίας και συμμετοχής σε ένα τεχνητό περιβάλλον. Αυτή είναι μια εμπειρία οπτικών, ακουστικών και απτικών ερεθισμάτων που παράγονται από τον υπολογιστή με την βοήθεια δυο μικρών οθονών τηλεόρασης που μπαίνουν σαν διόπτρες μπροστά στα μάτια (HMD, Head-Mounted Display), στερεοφωνικών ακουστικών και με γάντια και ρούχα που είναι συνδεδεμένα με τον υπολογιστή (datagloves, datasuits).

Στο πλαίσιο τότε της δυνητικής πραγματικότητας, η τεχνολογία της εμβαπτισμένης και αλληλεπιδραστικής προσομοίωσης αυτό που επιτυγχάνει είναι ένας ανατροφοδοτούμενος βρόχος μεταξύ του ανθρώπινου σώματος με τα αισθητήρια οργανά του και της ηλεκτρονικής σφαίρας με τα ψηφιακά δεδομένα, τους υπολογιστές και τα δίκτυά τους. Για το λόγο αυτό, ταυτίζεται πολλές φορές ο κυβερνοχώρος με την δυνητική πραγματικότητα, όταν θεωρείται πως ο κυβερνοχώρος είναι ο τόπος των αλληλεπιδράσεων πραγματικού χρόνου μεταξύ των φυσικών και των δυνητικών σωμάτων.

Τέλος, υπάρχει η έννοια του κυβερνοχώρου που οφείλεται στον John Perry Barlow, ενός των ιδρυτών της ομάδας Electronic Frontier Foundation και παλιότερα στιχουργού και ντράμερ των Greatful Dead. Σύμφωνα με τον Barlow, ο κυβερνοχώρος ορίζεται σαν ο χώρος των αλληλεπιδραστικών μέσων επικοινωνίας. Για τον Barlow [12] ο ορισμός αυτός δεν περιορίζεται μόνο στις επικοινωνίες μέσω υπολογιστών: “ο κυβερνοχώρος είναι εκεί που βρίσκεται κανείς όταν μιλά στο τηλέφωνο.” Με αυτή την έννοια, το πρότυπο του κυβερνοχώρου είναι το παγκόσμιο δίκτυο του Internet, ένα μέσο επικοινωνίας με υπολογιστές που καλύπτει σχεδόν κάθε περιοχή του πλανήτη μας και χρησιμοποιείται από έναν διαρκώς αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων.

Η Χωρικότητα-Κοινωνικότητα του Κυβερνοχώρου

Όσο φανταστικός κι αν θεωρηθεί ο κυβερνοχωρικός στοχασμός του Gibson, δεν παύει για πολλούς να εκλαμβάνεται σαν μια ρομαντική προσπάθεια κατανόησης των συγχρόνων συνθηκών έξω από το λόγο των παραδοσιακών κοινωνικών επιστημονικών και πολιτικών θεωριών και μέσα στην απαισιόδοξη ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε στο τέλος του εικοστού αιώνα από την αδυναμία πραγμοτοποίησης των οραμάτων της νεωτερικής ουτοπικής υπέρβασης. Έτσι, για τον Fredric Jameson [11], το κυβερνοπάνκ αποτελεί “την υπέρτατη λογοτεχνική έκφραση αν όχι της μετανεωτερικότητας, αλλά του ίδιου του ύστατου καπιταλισμού.”

Πέρα όμως από οποιεσδήποτε αξιολογήσεις, υπάρχει το ζητούμενο της αποτίμησης των πραγματικών-υλικών σχέσεων, με τις οποίες λειτουργεί ο κυβερνοχώρος δίπλα-μέσα-έξω από τον χώρο της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να εξετάσουμε ποιά είναι η σημασία του κυβερνοχώρου διερευνώντας τις τρεις όψεις της υλικότητάς του, που αντιστοιχούν στους τρεις κυβερνοχώρους: πρώτα την κοινωνική-αστική και την επικοινωνιακή σε αυτήν την παράγραφο και μετά την δυνητική στην επόμενη παράγραφο.

Διαβάζοντας τη λογοτεχνία του κυβερνοπάνκ, βλέπουμε κάποιες πρώτες προσεγγίσεις για το πώς ο κυβερνοχώρος συχετίζεται με τον κοινωνικό-αστικό χώρο. Το κυβερνοχωρικό άστυ γίνεται η ψηφιοποιημένη προσομοίωση του αστικού πληροφοριακού περιεχομένου, δια μέσου του οποίου ξεδιπλώνεται η πολύπλοκη αρχιτεκτονική των κατανεμημένων υπολογιστικών συστημάτων και μέσων επικοινωνίας. Ένας παράλληλα δομημένος κόσμος με διαφορετικές όψεις εξωτερικά και εσωτερικά. Από έξω ο κυβερνοχώρος δείχνει την όψη του ασυνεχούς γραμμωτού δικτύου, της δενδροειδούς ιεραρχίας, του ορθολογικού πληροφοριακού σχεδιασμού (σαν τη μητρόπολη του Le Corbusier). Στο εσωτερικό όμως του κυβερνοχώρου αναδύεται μια όψη ριζωματική, ομαλή, χωρίς κέντρα αλλά με διαρκείς αλληλεπενέργειες και ανατροφοδοτήσεις (κάτι σαν τη λαβυρινθώδη πόλη του Benjamin).

Θα πρέπει πάντως να αποφύγουμε την παγίδα της απλουστευτικής θεώρησης του κυβερνοχώρου σαν ένα ψηφιακό κατοπτρισμό του φυσικού χώρου ακόμη και στην τεχνολογικά εξελιγμένη εκδοχή του. Όπως παρατηρεί ο Soja [13], “στον κοινωνικά παραγώμενο χώρο, η χωρικότητα μπορεί να διακριθεί από τον φυσικό χώρο της υλικής φύσης και από τον διανοητικό χώρο του πνεύματος και της αναπαράστασης, ο κάθενας από τους οποίους χρησιμοποιείται και ενσωματώνεται στην κατασκευή της χωρικότητας αλλά δεν μπορεί να θεωρηθεί ισοδύναμο της.” Κι ο κυβερνοχώρος, σαν κοινωνικά παραγώμενος χώρος, συντίθεται και συνδυάζεται με τον φυσικό και κοινωνικό χώρο με μια ποικιλία από διαφορετικούς τρόπους. Ο Davis [4], για παράδειγμα, παρατηρεί πώς οι καταρρέουσες κοινότητες του Los Angeles αποτελούν “μια μαύρη τρύπα πληροφοριών και επικοινωνιακών μέσων,” ένα “ηλεκτρονικό γκέτο μέσα στην αναδυόμενη πόλη των πληροφοριών.”

Βλέποντας τώρα τον κυβερνοχώρο σαν ένα μέσο επικοινωνίας (έστω και με την διαμεσολάβηση υπολογιστών) θα επιχειρήσουμε να ακολουθήσουμε τον James Carey [3] στην διάκριση που έκανε μεταξύ δύο διαφορετικών απόψεων επικοινωνίας, της μετάδοσης και της τελετουργίας. Γράφει ο Carey: “Η κεντρική ιδέα της επικοινωνίας με την έννοια της μετάδοσης είναι η μετάδοση σημάτων ή μηνυμάτων σε μεγάλες αποστάσεις με σκοπό τον έλεγχο. Είναι μια άποψη της επικοινωνίας που προέρχεται από ένα από τα αρχαιότερα ανθρώπινα όνειρα: την επιθυμία να αυξηθεί η ταχύτητα και η απήχηση των μηνυμάτων καθώς αυτά ταξιδεύουν στον χώρο… Η τελετουργική άποψη της επικοινωνίας αποσκοπεί όχι προς την επέκταση των μηνυμάτων στον χώρο αλλά προς την διατήρηση της κοινωνίας στον χρόνο, όχι προς την μετάδοση πληροφοριών αλλά προς την αναπαράσταση των κοινών δοξασιών.” Ιδιαίτερα διασαφηνιστικό είναι το παράδειγμα του Carey για τον τύπο: “Αν κανείς εξετάσει την εφημερίδα με την άποψη της μετάδοσης της επικοινωνίας, θα δει το μέσο αυτό σαν εργαλείο διάδοσης νέων και γνώσης… Τα ερωτήματα τότε που εγείρονται για την επίδραση της εφημερίδας στο αναγνωστικό κοινό αναφέρονται στην διαφώτιση ή επισκίαση της πραγματικότητας από τα νέα, στη μεταβολή ή τη σκλήρυνση των στάσεων, στην καλλιέργεια αξιοπιστίας ή αμφιβολίας… Η τελετουργική άποψη της επικοινωνίας θα εστιασθεί σε ένα διαφορετικό φάσμα προβλημάτων εξετάζοντας την εφημερίδα. Θα δει, για παράδειγμα, την ανάγνωση της εφημερίδας λιγότερο από τη σκοπιά της αποστολής ή της προσθήκης πληροφοριών και περισσότερο από τη σκοπιά των ενδιαφερόντων του πληθυσμού, μια κατάσταση στην οποία τίποτε καινούργιο δεν μαθαίνεται αλλά περιγράφεται και επιβεβαιώνεται μια ιδιαίτερη άποψη του κόσμου… Υπό το πρίσμα λοιπόν της τελετουργικής άποψης, τα νέα δεν είναι πληροφορία αλλά δράμα. Δεν περιγράφουν τον κόσμο αλλά απεικονίζουν την αρένα του δράματος και της δράσης. Υπάρχουν μόνο στον ιστορικό χρόνο. Και προσκαλούν τη συμμετοχή μας στην βάση της αποδοχής μας, κάποιων κοινωνικών ρόλων μέσα σε αυτά, κάτι που συχνά γίνεται αντιπροσωπευτικά.”

Οι διακρίσεις του Carey είναι ουσιαστικότατες για να καταλάβουμε την κοινωνική υφή της λειτουργίας του κυβερνοχώρου. Στην εποχή μας που τα μέσα των ψηφιακών επικοινωνιών έχουν αναπτυχθεί τόσο πολύ και συνεχίζονται να αναπτύσσονται με τόσο μεγάλους ρυθμούς, θα μπορούσε κανείς να εξισώσει τον κυβερνοχώρο με το ίδιο το δίκτυο των επικοινωνιών μέσω υπολογιστών στο φυσικό επίπεδό του, δηλαδή, με τους συνδεδεμένους κόμβους-υπολογιστές, τις γραμμές μετάδοσης και τα πρωτόκολλα επικοινωνίας. Αλλά ούτε οι υπολογιστές, ούτε οι συνδέσεις τους, δεν μπορούν να συγκροτήσουν από μόνοι τους τον κοινωνικό σχηματισμό μιας κοινότητας που πλάθεται μέσα από τις εκφραστικές ιδιαιτερότητες των επικοινωνιακών σχέσεων που συντηρεί. Έτσι, παρά τον κίνδυνο κάποιων αναγωγικών ιστορικίστικων παγίδων που κρύβονται στην προβληματική του Carey, η ανάλυσή του για τους δυο βασικούς τρόπους επικοινωνίας είναι πολύ διαφωτιστική για την κατανόηση των μηχανισμών που οδηγούν στην διαμόρφωση των ιδιαιτέρων δυνητικών κοινοτήτων μέσα στον κυβερνοχώρο.

Η Δυνητικότητα του Κυβερνοχώρου

Ως προς την δυνητική εκδοχή του κυβερνοχώρου, το σημαντικό γεγονός είναι ότι το αποτέλεσμα της κυβερνοχωρικής σμίξης του φυσικού και του κοινωνικού σώματος είναι ένας κυβερνο-οργανισμός, ένα cyborg, που εμφανίζεται με ένα ευρύ φάσμα μορφών. Στο ένα άκρο βρίσκονται άνθρωποι που ζουν με κάποιου είδους μηχανική-πληροφορική-τεχνολογική επιπρόσθεση ή υποστήριξη και στο άλλο μηχανές-υπολογιστές-τεχνολογίες που τείνουν να μιμηθούν τα χαρακτηριστικά της ζωής. Στην πρώτη περίπτωση, θα μπορούσε να δει κανείς σαν cyborg ανθρώπους με ψηφιακούς βηματοδότες, προσθετικά άκρα, ακουστική βοήθεια, τεχνητά μέλη και εμφυτεύσεις. Στην δεύτερη περίπτωση, συναντάει κανείς τις ευφυείς μηχανές, τα ρομπότ ή και άλλα δημιουργήματα τεχνητής νοημοσύνης, που είτε έχουν κάποια υλική-μηχανική υπόσταση ή είτε είναι εντελώς άυλα σαν τα προγράμματα-ρομπότ (softbot) και τους νοήμονες αυτόνομους δράστες που “ζουν” και δρουν μέσα στον κυβερνοχώρο των πληροφοριακών δικτύων.

Υπάρχουν δυο τρόποι για να γίνουν κατανοητά γεγονότα σαν το απίστευτα πολύ ψηλό πλήθος των cyborg της καθημερινής ζωής (η Hayles [9] υποστηρίζει ότι το 10% του πληθυσμού των ΗΠΑ είναι άνθρωποι που ζουν με κάποιο τρόπο μέσω κάποιας μηχανικής επιπρόσθεσης) και ο ολοένα αυξανόμενος αριθμός των προγραμμάτων της εφαρμοσμένης τεχνητής νοημοσύνης (εγκατεστημένων σε πληροφορικά συστήματα και δίκτυα), που αντικαθιστούν αποτελεσματικότατα κάποιες ανθρώπινες υπηρεσίες. Από τη μια μεριά, θα μπορούσε κανείς να παραδεχθεί τον βιολογικά-τεχνολογικά συνεργατικό ρόλο της δυνητικής πραγματικότητας. Πράγματι, στην δυνητική πραγματικότητα συνεπιστρατεύονται τα ανθρώπινα αισθητήρια μαζί με τη μνήμη του υπολογιστού, δηλαδή, τα βιολογικά χαρακτηριστικά, που επέτρεψαν μέσω της φυσικής επιλογής και της προσαρμογής στον άνθρωπο όχι μόνο να επιβιώσει αλλά και να επικυριαρχήσει στην φύση, μαζί με τη μεγάλη ισχύ του υπολογιστού να αποθηκεύει, να επεξεργάζεται και να αναπαριστά τις πληροφορίες. Για αυτό, η N. Katherine Hayles [9] ισχυρίζεται ότι η δυνητική πραγματικότητα “αντιπροσωπεύει, όπως θα έλεγαν μερικοί, τα καλύτερα στοιχεία αυτών των δυο κόσμων - ή ίσως το επόμενο άλμα προς τα εμπρός της τεχνο-εξέλιξης. Από την πρωτεϊνικής βάσης ζωική μορφή προέρχονται η προσαρμοστικότητα και η επιτήδευση ενός εξαιρετικά πολύπλοκου αναλογικού επεξεργαστού που περιλαμβάνει αισθητηριακές, ασυνείδητες και συνειδητές συνιστώσες. Από την πυριτιακής βάσης μηχανή προέρχονται η ικανότητα μαζικής αποθήκευσης και συνδυαστικής, η ταχεία ανάκτηση και η αξιόπιστη αντιγραφή.”

Από την άλλη όμως μεριά, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι τα cyborgs και τα softbots των κυβερνοχωρικών δυνητικών κόσμων αποκαλύπτουν μια σύγχρονη μετανεωτερική τάση περιορισμού και αποστέρησης των φυσικών και των ανθρώπινων χαρακτηριστικών. Στη συζήτησή του αυτού που ο ίδιος αποκαλεί “πολιτιστική λογική του ύστατου καπιταλισμού,” ο Fredric Jameson [11] παρατηρεί ότι “η άνοδος της μετανεωτερικότητας σηματοδοτείται με κάποιες παράλληλες εξελίξεις στον πολιτισμό μας: διάχυση της εξουσίας, αποκέντρωση των νοημάτων και αλλοίωση του φυσικού.” Η αρνητικότητα αυτή ίσως να ήταν αναπόφευκτη και προδιαγεγραμμένη από την ίδια την ουσία του κυβερνοχώρου. Όπως παρατηρεί η Hayles [9], “η εμμονή για έλεγχο που ήταν μια θεμελιώδης ώθηση της κυβερνητικής (οριζόμενη από τον Norbert Wiener σαν επιστήμη του ελέγχου και της επικοινωνίας) είναι ολοφάνερη στις προσομοιώσεις της δυνητικής πραγματικότητας, όπου οι ανθρώπινες αισθήσεις προβάλλονται σε ένα χώρο του υπολογιστού, του οποίου η υποκείμενη διαδική/λογική δομή ορίζει τις παραμέτρους που καθορίζουν την εξέλιξη των δράσεων.”

Εντούτοις, ταυτόχρονα με τις φυσικά-σωματικά αλλοιωτικές τάσεις, η κυβερνοχωρική δυνητική πραγματικότητα μπορεί να αναζητεί και να αναπτύσσει κάποιον απελευθερωτικό προβληματισμό απέναντι στην ισχύ ορισμένων παραδοσιακών διχοτομιών και συνόρων. Έτσι, η Donna Haraway [8] επαγγέλλεται ότι η μεταφορά των cyborg προσφέρει στον φεμινισμό ένα παράδειγμα που μπορεί να συμβάλλει στην απελευθέρωση των γυναικών από τα δεσμά της φύσης. Στο γνωστό μανιφέστο της, “Ένα Μανιφέστο για τα Cyborg,” η Haraway γράφει ότι “όλα τα πράγματα και τα πρόσωπα μπορούν δικαιολογημένα να κατανοηθούν μέσω των διαδικασιών της αποσυναρμολόγησης και της ανασυναρμολόγησης. Δεν υπάρχει καμιά ‘φυσική’ αρχιτεκτονική που να περιορίζει τον σχεδιασμό τέτοιων συστημάτων.” Συνολικά η Haraway πιστεύει ότι τουλάχιστον τρεις διαφορετικές αντιθέσεις ανατρέπονται από το μεταφορικό σχήμα των cyborg: οι αντιθέσεις ανθρώπου-ζώου, ανθρώπου-μηχανής και φυσικού-αφύσικου.

Το θέμα όμως είναι κατά πόσο η απελευθερωτική κατασκευή του cyborg λύνει οριστικά τέτοιες αντιθέσεις και δεν τις μετατοπίζει σε κάποιο άλλο επίπεδο. Χαρακτηριστικά προβληματισμένη η Hayles [9] γράφει ότι η δυνητική πραγματικότητα, “για κάθε λύση που προσφέρει, εγείρει καινούργια προβλήματα και, για κάθε κακό που ξεσπά, μπορεί να δημιουργήσει καινούργιες δυνατότητες. Η αντίδραση απέναντι στην φετιχιστική εμμονή για έλεγχο δίνεται από την αυθόρμητη και ελεύθερη συλλογικότητα που αναδύεται όταν πολλαπλοί μέτοχοι της δυνητικής πραγματικότητας συνεργάζονται για να κτίσουν τον κόσμο τους. Στην αντιστάθμιση της δημιουργίας των τεχνο-υποκειμένων βρίσκεται η ικανότητα της δυνητικής πραγματικότητας να ξεπερνά τα αδιέξοδα και να επιστρέφει στο ανασυγκροτούμενο υποκείμενο την πλούσια ποικιλία κέντρων αισθήσεων που περιλαμβάνουν οπτικές, κινησιο-αισθητικές και απτικές εμπειρίες. Η εξισορρόπηση της υποκείμενης λογικής της μηχανής, που παρά την χρησιμότητά της είναι η Προκρούστια κλίνη στην οποία η ανθρώπινη αντίληψη πρέπει να ταιριάσει, είναι η συγκίνηση της δημιουργίας και της εξερεύνησης των δυνητικών κόσμων.”

Η Εικονικότητα του Κυβερνοχώρου

Γενικώς, μπορούμε να πούμε ότι κάθε θεωρία είναι ταγμένη στην αναζήτηση μιας αληθινής εικόνας των πραγμάτων. Με αυτή την έννοια, μπορούμε να πούμε ότι κάθε θεωρία παράγει μια ή περισσότερες εικόνες, κάτι άλλωστε που είναι καθολικά αναγνωρισμένο από τις σύγχρονες επιστήμες. Αλλά αναλογιζόμενοι ότι οι θεωρίες αποτελούν προϊόντα συκεκριμένων πολιτιστικών και κοινωνικών πρακτικών και διεργασιών, μήπως θα είχε νόημα να αναρωτηθούμε αν και η κάθε εικόνα παράγει μια δική της θεωρία; Ανεξάρτητα από ρητορικές προθέσεις, η σύζευξη θεωρίας και εικόνας εμπεριέχεται στην κλασική πλέον θεματολογία του μετανεωτερικού προβλησμού. Κι εκείνο που ειδικότερα εδώ μας ενδιαφέρει είναι να δούμε πώς η εικόνα, σαν θεωρία, δηλαδή, σαν λόγος, συμμετέχει στις απεριόριστες δυνατότητες που ανοίγονται από τις νέες τεχνολογίες (πολυμέσα, δυνητική πραγματικότητα, δίκτυα δεδομένων, κλπ.) και πώς εγγράφεται στη συνολική λογική της κοινωνικής δυναμικής του κυβερνοχώρου.

Η επανεκτίμηση της εικόνας απέναντι στην θεωρία συχνά απορρέει από μια αλλαγή συσχετισμού μεταξύ υποκειμενικού και αντικειμενικού ή μια αναθεώρηση των σχέσεων μεταξύ ανθρώπου και μηχανής. Για παράδειγμα, γράφει ο Guattari [6]: “οι σημερινές πληροφοριακές και επικοινωνιακές μηχανές δεν φέρνουν απλώς κάποιο αναπαραστασιακό περιεχόμενο, αλλά επιπλέον συνεισφέρουν στην κατασκευή νέων ομάδων διακηρύξεων, ατομικών και συλλογικών.” Αυτή η δηλωτική-διακηρυκτική δυνατότητα των μηχανών είναι το στοιχείο που τις απομακρύνει από την επικράτεια των κανόνων του σημαίνοντος και αναδεικνύει την δυναμική μιας δικής τους αυτοποιητικής διαδικασίας, της “μηχανικής ετερογένεσης” κατά τον Guattari [7]: “Οι ποικίλοι τρόποι της μηχανικής αυτοποίησης ουσιαστικά ξεφεύγουν από τη σημειολογική μεσολάβηση και αρνούνται να υποβληθούν σε οποιοδήποτε γενικό συντακτικό που περιγράφει τις διαδικασίες της αποχωρικοποίησης.”

Με δεδομένο τώρα ότι οι εικόνες των κυβερνοχωρικών εμπειριών είναι εικόνες που παράγονται, διαμορφώνονται και διακινούνται από μηχανές, η σχέση ανθρώπου-εικόνας στον κυβερνοχώρο εντάσσεται στις εσωτερικές διαδικασίες μιας αυτοποιητικής μηχανικής απο-κυβερνο-χωρικοποίησης. Δηλαδή, μιας διαδικασίας μεταστροφής της έμφασης από το υποκειμενικό-σημειολογικό αναπαραστασιακό περιεχόμενο της εικόνας προς την αντικειμενική-δηλωτική αυθύπαρκτη εκφραστικότητά της. Με άλλα λόγια, η εικόνα στον κυβερνοχώρο γίνεται η ίδια μια μηχανή που λειτουργεί αυτόνομα και αυτόματα με μια δική της ετερογενή λογική, η οποία κάποτε αμφισβητεί την ανθρώπινη τάση για γνώση μέσα σε συνθήκες οντολογικής ομοιογένειας και συμβατότητας.

Υπάρχουν τρεις τουλάχιστον λόγοι που συνηγορούν υπέρ της αυτονόμησης της κυβερνοχωρικής εικόνας: η Heidegger-ιανή τεχνολογική “πλαισίωση,” η ρευστότητα της ψηφιοποίησης και η υπερκειμενική οργάνωση των κατανεμημένων πληροφοριών.

Σύμφωνα με την πολυσυζητημένη προτροπή του Martin Heidegger [10], η κοινωνική λειτουργία της τεχνολογίας μπορεί να γίνει κατανοητή σαν μια αναπαραστασιακή “πλαισίωση” (Gestell) που εγκλωβίζει τον άνθρωπο και τον εμποδίζει να συναντήσει την Ουσία των όντων. Τονίζοντας τότε τον αλλοτριωτικό χαρακτήρα των απρόσωπων πληροφορικών επικοινωνιών, το πρόβλημα της κυβερνοχωρικής εικόνας (και θεωρίας, δηλαδή, της κυβερνοχωρικής μηχανής) εντοπίζεται στον διακινδυνευόμενο εγκλεισμό μέσα στο πλαίσιο της σαγηνευτικής τεχνολογικής τελειότητας και της ψευδαίσθησης της ψηφιακής υποκατάστασης της κοινωνικότητας από τα δυνητικά ομοιώματά της.

Ενώ η Heidegger-ιανή τεχνολογική “πλαισίωση” τείνει να κλείσει (a posteriori) την κυβερνοχωρική εικόνα-μηχανή στην αποξενωμένη ερημιά μιας δυνητικής απομόνωσης, υπάρχει ένα συστατικό φυσιογνωμικό στοιχείο του κυβερνοχώρου που δρα (a priori) στην αντίθετη κατεύθυνση. Είναι η ρευστή ψηφιακή υπόσταση της κυβερνοχωρικής εικόνας που την επιτρέπει να μεταλλάσσεται σε μια πολλαπλότητα μορφών αποστερούμενη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά οποιασδήποτε αποκλειστικής ταυτότητας. Επιπλέον, η ευμετάβλητη ρευστή φάση της κυβερνοχωρικής εικονικότητας οροθετεί την επικράτειά της σε αντιδιαστολή με το στερεό και άμορφο υπόστρωμα της αυστηρής διαδικής λογικής και του θεσμοθετημένου λόγου. Το θέμα όμως είναι πόσο μέσα στα άδυτα του φυσικού κοινωνικού σώματος μπορεί να διεισδύσει η ρευστή και ευκίνητη κυβερνοχωρική νομαδικότητα χωρίς να ακινητοποιηθεί στερεοποιούμενη στις εύθραυστες μορφές των συμβατικών τεχνο-αμαλγαμάτων.

Τέλος, η αυτονόμηση της κυβερνοχωρικής εικόνας-μηχανής αναδομείται πάνω στην εγκατάλειψη της υποκειμενικής οπτικής που προκαλείται από την εγγενή υπερκειμενική διάρθρωση της κυβερνοχωρικής συλλογικότητας. Το παράδειγμα του Παγκόσμιου Ιστού (World-Wide Web) του Internet αποτελεί το πρότυπο για ένα μη-γραμμικό τρόπο οργάνωσης του κατανεμημένου (δικτυωμένου) πληροφοριακού υλικού. Είναι το πρότυπο του υπερκειμένου και των υπερμέσων, στο οποίο κείμενα, εικόνες και άλλα διασκορπισμένα επικοινωνιακά μέσα συναποτελούν τους κόμβους ενός απέραντου δικτύου. Μέσα σε μια τέτοια κυβερνοχωρική διευθέτηση των μέσων και της πληροφορίας η κίνηση γίνεται πλοήγηση με ελεύθερη και ανατροφοδοτούμενη (άρα αλληλεπιδραστική) επιλογή της ακολουθούμενης πορείας. Έτσι, η κυβερνοχωρική εικόνα της υπερκειμενικής κοινωνίας των πληροφοριών μετατρέπεται σε κόμβο-μηχανή, που δρομολογεί τις παραπομπές προς κάθε κατεύθυνση.

Με αυτή την έννοια, ταιριάζει να δούμε την εικόνα στον κυβερνοχώρο, όχι τόσο σαν χώρο εξαφάνισης του σημείου (Barthes [1], Baudrillard [2]), δηλαδή, του νοηματικού από μηχανής Θεού, όσο σαν τόπο τελετουργικής διαπραγμάτευσης για την ανάδυση του νοήματος μιας μηχανικής ετερογένειας.

Αναφορές

1.

Barthes, Roland (1974). S/Z. New York: Noonday Press.

2.

Baudrillard, Jean (1983). Simulations. New York: Semiotext(e).

3.

Carey, James W. (1992). Communication as Culture. New York: Routledge.

4.

Davis M. (1992). Beyond Blade Runner: Urban Control, the Ecology of Fear. Westfield, NJ: Open Magazine Pamphlets.

5.

Gibson, William (1984). Neuromancer. New York: Ace Books.

6.

Guattari, Felix (1992). ‘Regimes, pathways, subjects.’ In J. Crary & S. Kwinter (eds), Zone 6: Incorporations. Cambridge, MA: MIT Press.

7.

Guattari, Felix (1993). ‘Machinic heterogenesis.’ In V.A. Conley (ed), Rethinking Technologies. Minneapolis: University of Minnesota Press.

8.

Haraway, Dona J. (1991). Semians, Cyborgs, and Women. New York: Routledge.

9.

Hayles, N. Katherine (1993). ‘The seduction of cyberspace.’ In V.A. Conley (ed), Rethinking Technologies. Minneapolis: University of Minnesota Press.

10.

Heidegger, Martin (1977). The Question Concerning Technology and Other Essays. New York: Harper and Row.

11.

Jameson, Fredric (1991). Postmodernism, or, the Cultural Logic of Late Capitalism. Durham, NC: Duke University Press.

12.

Rucker, R., R.U. Sirius & Q. Mu (1992). Mondo 2000: User’s Guide to the New Edge. New York: HarperPerennial.

13.

Soja, Edward W. (1989). Postmodern Geographies. London: Verso.

14.

Wiener, Norbert (1948). Cybernetics: Control & Communication in Animal and Machine. New York: John Wiley & Sons.



Πίσω στη Προσωπική Σελίδα του Μ.Α. Μπουντουρίδη