Εργασία που παρουσιάθηκε στο
Πρώτο Παγκόσμιο
Συνέδριο Αποδήμου Ελληνισμού (ΣΑΕ)
Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 1995

 

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΤΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΜΕΣΩ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ


Μωυσή Α. Μπουντουρίδη

mboudour@duth.gr
http://www.duth.gr/~mboudour/


Περίληψη. Στην εργασία αυτή προσπαθούμε να αναλύσουμε μερικές από τις σημαντικές κοινωνικές επιπτώσεις των ηλεκτρονικών επικοινωνιών που γίνονται με την διαμεσολάβηση των υπολογιστών. Συζητούμε τις κύριες κοινωνικές και ψυχολογικές συνέπειες που απορρέουν από το γεγονός ότι το μέσο του υπολογιστή στερεί από τα πρόσωπα που επικοινωνούν τα κοινωνικά, φυσικά και συνειρμικά γνωρίσματα που αυτόματα λειτουργούν στην επικοινωνία προσώπου-με-πρόσωπο. Επιπλέον όμως, οι επικοινωνίες μέσω υπολογιστή δημιουργούν ένα περιβάλλον επεξεργασίας της κοινωνικής πληροφορίας, στο οποίο μπορούν να αναπτυχθούν πολλές ψυχολογικά έντονες διαπροσωπικές σχέσεις. Στις σχέσεις αυτές, παίζουν μεγάλο ρόλο τα ψευδώνυμα και η ανωνυμία που συντείνουν στην (ανα)δημιουργία ταυτοτήτων μέσα στον κοινωνικό χώρο που παράγεται από την διαμεσολάβηση των υπολογιστών. Μάλιστα έχουν ιδιαίτερη σημασία θέματα σχετικά με τις διαφορές του φύλου στο χώρο αυτό.

Εισαγωγή

Τον τελευταίο καιρό, σε ολόκληρο τον κόσμο, έχουν ανάψει πολλές δημόσιες συζητήσεις και έχουν δει μεγάλη δημοσιότητα στον τύπο και σε άλλα μέσα πολλές πλευρές του θέματος των επικοινωνιών μέσω υπολογιστών (computer-mediated communications). Πολλές από αυτές τις συζητήσεις έχουν επικεντρωθεί γύρω από τις χρήσεις του Internet, του γνωστότερου παγκόσμιου δικτύου επικοινωνιών μέσω υπολογιστών. Για παράδειγμα, έχουν αποκτήσει μια σημαντική επικαιρότητα οι διάφορες κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές διαστάσεις τέτοιων θεμάτων, όπως η πρόσβαση, οι τεχνολογικές επιδράσεις, η κρυπτογράφηση, το προσωπικό απόρρητο, η εμπορευματοποίηση, τα πνευματικά δικαιώματα, η αποκεντρωτική-άναρχη δομή, η εθνική επικυριαρχία, οι εθνικές εντάσεις, οι σχέσεις των φύλων. Δεν μπορεί όμως να γίνει αντιληπτός ο κοινωνικοπολιτικός ρόλος των επικοινωνιών μέσω υπολογιστή, χωρίς να διασαφηνισθεί πρώτα η ιδιαιτερότητά τους σε σχέση με υπάρχουσες κοινωνικοπολιτικές πρακτικές και με τους αντίστοιχους θεσμούς.

Στην εργασία αυτή προσπαθούμε να αναλύσουμε μερικές από τις σημαντικές κοινωνικές επιπτώσεις των ηλεκτρονικών επικοινωνιών που γίνονται με την διαμεσολάβηση των υπολογιστών. Συζητούμε τις κύριες κοινωνικές και ψυχολογικές συνέπειες που απορρέουν από το γεγονός ότι το μέσο του υπολογιστή στερεί από τα πρόσωπα που επικοινωνούν τα κοινωνικά, φυσικά και συνειρμικά γνωρίσματα, που αυτόματα λειτουργούν στην επικοινωνία προσώπου-με-πρόσωπο. Επιπλέον όμως, οι επικοινωνίες μέσω υπολογιστή δημιουργούν ένα περιβάλλον επεξεργασίας της κοινωνικής πληροφορίας, στο οποίο μπορούν να αναπτυχθούν πολλές ψυχολογικά έντονες διαπροσωπικές σχέσεις. Στις σχέσεις αυτές, παίζουν μεγάλο ρόλο τα ψευδώνυμα και η ανωνυμία, που συντείνουν στην (ανα)δημιουργία ταυτοτήτων μέσα στον κοινωνικό χώρο που παράγεται από την διαμεσολάβηση των υπολογιστών. Μάλιστα στο χώρο αυτό έχουν ιδιαίτερη σημασία θέματα σχετικά με τις διαφορές συμπεριφορών των φύλων.

Η Διαμεσολάβηση των Υπολογιστών στις Επικοινωνιακές Διαδικασίες

Σε ένα μεγάλο μέρος μελετών για τις ψυχολογικές και τις κοινωνικές συνέπειες των επικοινωνιών μέσω υπολογιστών προϋποτίθεται ότι η μοναδική επίδραση στις επικοινωνιακές διαδικασίες προέρχεται από το περιβάλλον του υπολογιστή, που μάλιστα τις περισσότερες φορές είναι ένα περιβάλλον εκφράσεων γραπτού λόγου. Καθώς μια τέτοια προσέγγιση στηρίζεται στην υπόθεση της εξάλειψης κάθε φυσικής και κοινωνικής σημειολογίας στις επικοινωνίες μέσω υπολογιστών, συχνά ονομάζεται "προσέγγιση της απομάκρυνσης των γνωρισμάτων" (cues filtered out approach) (Culnan & Markus, 1987, Walther & Burgoon, 1992). Επειδή οι άνθρωποι που επικοινωνούν μέσω υπολογιστών σε ένα περιβάλλον βασισμένο στο γραπτό κείμενο δεν μπορούν να δουν, να ακούσουν και να αισθανθούν την φυσική παρουσία των ανθρώπων που επικοινωνούν, η απουσία της φυσικής ρυθμιστικής ανατροφοδότησης στην επικοινωνία (που επιτυγχάνεται με χειρονομίες, νεύματα, τόνους φωνής κλπ.) μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα συντονισμού και να απομακρύνει εμφανή κοινωνικά γνωρίσματα. Χωρίς τα κοινωνικά συνειρμικά γνωρίσματα και τα σημάδια της συμπεριφοράς, που εκφράζονται πέρα από τις ανταλασσόμενες λέξεις, η διαδικασία της επικοινωνίας μέσω υπολογιστών μένει αποκλεισμένη σε ένα κοινωνικό κενό και αποτελεί μια εμπειρία ολοκληρωτικά διαφορετική από τις ζωντανές αλληλεπιδράσεις των επικοινωνιών προσώπου-με- πρόσωπο. Τέτοιου είδους επικοινωνίες σε συνθήκες απομόνωσης συχνά είναι σημαντικές σε διαπραγματευτικές διαδικασίες (Kiesler, Siegel & McGuire, 1984). Γενικώς, λοιπόν, οι θεωρίες των απομακρυσμένων γνωρισμάτων υποστηρίζουν ότι στις επικοινωνίες μέσω υπολογιστών ελαττώνεται ο προσωπικός χαρακτήρας της επικοινωνίας, αποστερείται η "κοινωνική παρουσία" από αυτές τις επικοινωνίες και μπορεί να αναπτυχθεί μόνο ένας πολύ μικρός βαθμός κοινωνικών ευαισθησιών και σχέσεων. Σύμφωνα με την θεωρία της κοινωνικής παρουσίας, όσο λιγότερα είναι τα κανάλια ή οι κώδικες σε ένα μέσο επικοινωνίας, τόσο λιγότερη προσοχή θα δοθεί στην παρουσία των άλλων κοινωνικών συνιστωσών της επικοινωνίας (Short, Williams & Christie, 1976).

Η προϋποτιθέμενη αδυναμία αναγνώρισης φυσικών και κοινωνικών συνειρμικών χαρακτηριστικών έχει μια σειρά από συνέπειες (Baron, 1984, Cheseboro & Bonsall, 1989, Kiesler, Siegel & McGuire, 1984). Οι άνθρωποι που επικοινωνούν μέσω υπολογιστών αποκτούν μεγαλύτερη κοινωνική ανωνυμία, διότι δεν γίνονται αμέσως προφανή διάφορα χαρακτηριστικά δημόσιας ταυτότητας, όπως το φύλο, η φυλή, η φυσική εμφάνιση, η τάξη ή και άλλοι δείκτες κάθετης ιεραρχίας, κοινωνικής θέσης και κατοχής εξουσίας (εφόσον δεν μπορούν να μεταδοθούν μέσω του κειμένου του υπολογιστή). Απομακρύνονται λοιπόν τα σημάδια της κοινωνικής κατάστασης και θέσης και δημιουργούνται κάποιες δυνητικά θετικές συνθήκες για μια ανεμπόδιστη και έλευθερη συμπεριφορά. Όπως παρατηρούν οι Kiesler et al. (1984), "το λογισμικό των ηλεκτρονικών επικοινωνιών είναι τυφλό ως προς την κάθετη ιεραρχία στις κοινωνικές σχέσεις και δομές." Κατά συνέπεια, εμφανίζεται η συμμετοχή να εκτυλίσσεται με ένα μεγαλύτερο βαθμό ομοιόμορφης κατανομής στα μέλη των διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Έτσι, ορισμένοι μελετητές βλέπουν μια "εκδημοκρατικοποιητική" επίδραση των επικοινωνιών μέσω υπολογιστών και εξισώνουν αυτό το ισοζύγιο συμμετοχής με την κοινωνική ισονομία (Walther, 1992). Μάλιστα, κάποιοι άλλοι προχωρούν περισσότερο και ισχυρίζονται ότι η διαμεσολάβηση των υπολογιστών στις επικοινωνίες καθιστά δύσκολη την επικυριαρχία των ισχυρών και την επιβολή απόψεων στους άλλους, οπότε δημιουργείται έτσι ένα επικοινωνιακό περιβάλλον που ευνοεί, κατά τους μελετητές αυτούς, τις θέσεις των γυναικών και των μειονοτήτων (Baron, 1984).

Από την άλλη όμως μεριά, η επιτυγχανόμενη ισονομία με την διαμεσολάβηση των υπολογιστών στις επικοινωνιακές διαδικασίες μπορεί να δημιουργήσει και κάποια προβλήματα. Πράγματι, σε τέτοιες διαδικασίες, μερικές φορές χρειάζεται περισσότερος χρόνος για να ληφθούν αποφάσεις, να διεκπεραιωθεί ένα έργο ή να διαμορφωθεί μια κοινή συναίνεση (Sproull & Kiesler, 1991). Επιπλέον, η ανωνυμία και η έλλειψη κοιωνικοψυχολογικών πληροφοριών μπορούν να φθάσουν ως το σημείο της εξάλειψης καθιερωμένων συμβάσεων και κανόνων σχέσεων επικοινωνίας (Kiestler et al., 1984, Rice, 1984 & 1989, Sproull & Kiesler, 1991). Καθόσον οι άνθρωποι που επικοινωνούν μέσω υπολογιστών δεν μπορούν να δουν ή να ακούσουν τους συνομιλητές τους να γελούν, να μορφάζουν ή να εκδηλώνουν οποιαδήποτε άλλη κοινωνικοψυχολογική αντίδραση στα λεγόμενά τους, πολλές φορές καταντούν να γίνονται μάλλον περισσότερο κοινωνικά αδιάφοροι. Μερικές φορές, μάλιστα, γίνονται εντελώς απρεπείς χρησιμοποιώντας προσβλητικές εκφράσεις και υιοθετώντας μια εριστική έντονη διάθεση, που συνηθίζεται να αποκαλείται "flaming" στην ιδιαίτερη γλώσσα των επικοινωνιών μέσω υπολογιστών (Baron, 1984, Kiesler et al., 1984).

Υπάρχουν πάντως πολλές περιπτωσιολογικές μελέτες που δείχνουν ότι οι επικοινωνίες μέσω υπολογιστών μπορούν να συντηρήσουν ένα μεγάλο φάσμα κοινωνικοψυχολογικών συμπεριφορών και πλούσιων διαπροσωπικών σχέσεων. Πέρα από τις λογομαχίες ή τις εκδηλώσεις οργής, υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που ερωτεύονται στις επικοινωνίες τους μέσω υπολογιστών (Reid, 1991, We, 1993) Όπως αναφέρουν οι Rice & Love (1987), "στα συστήματα επικοινωνιών μέσω υπολογιστών μπορούν να αναπτυχθούν διάφορες κοινωνικοψυχολογικές σχέσεις και στην επικοινωνία αυτή αντικατοπτρίζονται τα εγγενή επικοινωνιακά χαρακτηριστικά των συνομιλητών." Η παρατήρηση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την θεωρία των απομακρυσμένων γνωρισμάτων και ενισχύει την προσέγγιση του θέματος από τον Walther (1992) που στηρίζεται στην θεωρία της επεξεργασίας της κοινωνικής πληροφορίας. Η βασική ιδέα αυτής της θεωρίας είναι ότι στις επικοινωνίες μέσω υπολογιστών επιτυγχάνεται μια προσαρμογή των υπαρκτών επικοινωνιακών χαρακτηριστικών, με τα οποία εξασφαλίζεται η διαχείριση των κοινωνικών σχέσεων.

Ανωνυμία, Ψευδωνυμία και Κατασκευή Ταυτοτήτων

Η ανωνυμία ή η χρήση ψευδωνύμων στις επικοινωνίες μέσω υπολογιστών έχει ορισμένες φορές χρησιμοποιηθεί σε εκπαιδευτικές και εμπορικές εφαρμογές για να ενθαρρύνει ειλικρινείς απαντήσεις ή αμερόληπτες συναλλαγές (Harasim, 1993). Υπάρχουν όμως δίκτυα επικοινωνιών, όπως, π.χ., το WELL (Rheingold, 1993), που δεν αποδέχονται την ανωνυμία.

Είναι αλήθεια ότι έχει υποστηριχθεί η θετική αξία της ανωνυμίας σε περιπτώσεις που δημιουργούνται ευκαιρίες να πλαθούν εναλλακτικοί τύποι προσωπικότητας και να δοκιμασθούν καινούργιες μορφές σχέσεων (Myers, 1987a & 1987b, Reid, 1991). Σε επικοινωνιακά συστήματα μέσω υπολογιστών, στα οποία οι συνομιλητές παίζουν διάφορους ρόλους, η χρήση ψευδωνύμων πιστεύεται ότι "επιτρέπει τους ανθρώπους να είναι διαφορετικοί από τους 'εαυτούς τους' ή να υπερβούν τους εαυτούς τους και ό,τι άλλο κανονικά εκφράζουν" (Danet & Ruedenberg, 1994) Ακόμη, οι Matheson & Zanna (1990) υποστηρίζουν ότι οι ανώνυμοι ή οι ψευδώνυμοι συνομιλητές αισθάνονται πιο άνετα και είναι πρόθυμοι να αποκαλύψουν προσωπικές πληροφορίες, Έτσι, αναπτύσσονται μεταξύ τους σχέσεις κοινωνικής αλληλεξάρτησης και ίσως ακόμη και οικειότητας με την ελάττωση των περιορισμών των στερεοτύπων που προδιαγράφουν πρότυπα συμπεριφοράς μεγαλύτερης κοινωνικής ανεξαρτησίας.

Αντιθέτως, συχνά συμβαίνει στις επικοινωνίες μέσω υπολογιστών η χρήση ανωνυμίας ή ψευδωνυμίας να κρύβει την προσωπική ταυτότητα με σκοπό να μειωθούν οι κοινωνικές απαγορεύσεις και να πραγματοποιηθούν κακεντρεχείς ή και υβριστικοί έντονοι διαξιφισμοί - flaming (Baym, 1995, Myers, 1987a & 1987b, Reid, 1991). Μερικές φορές πάντως, η πρακτική της απόκρυψης ταυτοτήτων μπορεί να προστατεύσει τα μέλη ενός δημόσιου φόρουμ από εχθρικά προσκείμενες κοινωνικές αντιδράσεις, όταν τα μέλη αυτά εκφράζουν απόψεις που μπορούν να θεωρηθούν κοινωνικά αποκλίνουσες. Επιπλέον, τότε, θα μπορούσε να αποτραπεί η αναγνώριση εκείνων των μελών ενός τέτοιου φόρουμ επικοινωνίας, τα οποία η κοινή γνώμη θα μπορούσε να εκλάβει ως εκτρεπόμενα με κάποια έννοια. Για παράδειγμα, η τελευταία περίπτωση αφορά κάποια από τα Νέα του USENET, στα οποία κυκλοφορεί πορνογραφικό υλικό (Jaffe et al., 1995).

Το γεγονός όμως είναι ότι αργά ή γρήγορα ακόμη και οι ανώνυμοι συνομιλητές ενός επικοινωνιακού συστήματος μέσω υπολογιστών προχωρούν να κατασκευάσουν ταυτότητες για τους εαυτούς τους. Η γενική τάση σε τέτοιες επικοινωνιακές σχέσεις είναι ότι και οι ανώνυμοι και οι ψευδώνυμοι συνομιλητές δημιουργούν τις προσωπικές ταυτότητές τους με έναν ενεργό και συνεργατικό τρόπο μέσα από μια σειρά από διαδικασίες, όπως του κατονομασμού, της χρήσης υπογραφών, της δημιουργίας ρόλων και της αποκάλυψης προσωπικών στοιχείων (Baym, 1995). Σύμφωνα με τον Myers (1987b), τα ονόματα των χρηστών επικοινωνιακών συστημάτων μέσω υπολογιστών "μετασχηματίζονται σε σήματα κατατεθέντα, χαρακτηριστικές προσωπικές οσμές, που χρησιμοποιούνται για να αναγνωρισθούν οι χρήστες είτε σαν φίλοι ή σαν εχθροί μέσα σε ένα κατά τα άλλα ασαφές και απρόσωπο επικοινωνιακό περιβάλλον." Με τον τρόπο αυτό, όχι μόνο μπορούν να δημιουργηθούν φανταστικές ταυτότητες, αλλά και να συμβεί κάποιοι ανώνυμοι χρήστες να αλλάξουν φύλο, τύπους εμφάνισης και διάφορες άλλες καθολικές όψεις της προσωπικότητάς τους (Carpenter, 1983, Reid, 1991). Τέλος, το ονομαζόμενο "αρχείο υπογραφής," που επισυνάπτεται στο τέλος των μηνυμάτων ηλεκτρονικής επικοινωνίας, σύμφωνα με την Baym (1995) αποτελεί "ένα από τα αμεσότερα και παραστατικότερα χαρακτηριστικά σημάδια της ταυτότητας." Σε μια τέτοια υπογραφή, πέρα από το όνομα και την διεύθυνση του αποστολέα του ηλεκτρονικού μηνύματος, συνήθως συμπεριλαμβάνονται παρατιθέμενα χωρία, αποποιητικές δηλώσεις, είτε προσωπικές ή του εργοδότη, και σχέδια που κατασκευάζονται με χαρακτήρες ASCII (σημεία στίξεως και γράμματα).

Από τα παραπάνω, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι οι επικοινωνίες μέσω υπολογιστών αποτελούν στην πραγματικότητα μια σφαίρα κοινωνικών πρακτικών. Είναι μια κοινωνική σφαίρα, μέσα στην οποία και κατά την διάρκεια των επικοινωνιακών σχέσεων οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν είτε πλάθοντας νέους τύπους προσωπικοτήτων ή αναδημιουργώντας τις δικές τους προσωπικότητες, καθώς βρίσκονται σε επικοινωνιακή αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους, ή και τα δυο. Μολονότι αυτές οι μορφές των διαδικασιών της διαχείρισης των ταυτοτήτων είναι κοινές σχεδόν σε όλες τις επικοινωνιακές πρακτικές των μέσων μαζικής επικοινωνίας, ο Mark Poster (1995) μας διαβεβαιώνει ότι στις επικοινωνίες μέσω υπολογιστών οι διαδικασίες αυτές είναι βαθύτερα ριζωμένες. Σύμφωνα με τον Poster, "η επικοινωνιακή απόδοση ενός ατόμου απαιτεί γλωσσικές ενέργειες αυτο- προσδιορισμού," με τις οποίες το άτομο αφενός είναι δέκτης επικοινωνίας, όταν διαβάζει και ερμηνεύει τα μηνύματα που δέχεται, και αφετέρου είναι πομπός, όταν απαντά συντάσσοντας μηνύματα και μεταδίδοντάς τα.

Κάποια Θέματα Σχέσεων Φύλων

Κάποια από τα πιο ενδιαφέροντα θέματα στις επικοινωνίες μέσω υπολογιστών αφορούν τα ζητήματα των διαφορών μεταξύ των φύλων και της σχέσης φύλου και πληροφορικής. Γενικώς, οι στατιστικές για τις γυναίκες που ασχολούνται με την επιστήμη και την τεχνολογία της πληροφορικής εκτιμώνται να είναι μάλλον χαμηλές. Ο λόγος για αυτό μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι τα στερεότυπα των φύλων δημιουργούνται από την παιδική ηλικία (π.χ., με τα διαφορετικά παιχνίδια των αγοριών και των κοριτσιών) καθώς και στις κοινωνικές συμπεριφορές που υπάρχουν στους χώρους της εργασίας (Shade, 1993). Επιπλέον, η συμμετοχή των γυναικών δεν θεωρείται ικανοποιητική ούτε και στα δίκτυα επικοινωνιών μέσω υπολογιστών, μολονότι υπάρχουν κάποιες λίστες συζητήσεων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και ηλεκτρονικών συνδιασκέψεων αποκλειστικά και μόνο για γυναίκες (Shade, 1993, Smith & Balka, 1991).

Όπως έχουμε δει πιο πάνω, πολλοί ισχυρίζονται ότι οι επικοινωνίες μέσω υπολογιστών είναι ένα μέσο, στο οποίο, με την απουσία των φυσικών και των κοινωνικών χαρακτηριστικών, επιτρέπεται περισσότερη δημοκρατία στις επικοινωνιακές σχέσεις και, άρα, και περισσότερο ίση επικοινωνία μεταξύ των φύλων (Graddol & Swann, 1989). Επιπλέον, υπάρχουν μελετητές που διαβλέπουν την "άναρχη" φύση των επικοινωνιών μέσω υπολογιστών, λόγω της οποίας διαμορφώνεται μια κατάσταση αποστερημένη των καθιερωμένων κανόνων συμπεριφοράς (Ferrara et al., 1991) και επέρχεται, έτσι, μια σχετική κατάρρευση των παραδοσιακών ιεραρχικών διαφορών στην επικοινωνία.

Αντίθετα με όλους αυτούς τους ισχυρισμούς, η Susan Herring (1993) έχει παρουσιάσει τα αποτελέσματα των μελετών της για την δραστηριότητα δυο πανεπιστημιακών λιστών ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (της Linguist και της Megabyte University ή MBU) που δείχνουν πως, ακόμη και σε πανεπιστημιακά επικοινωνιακά περιβάλλοντα, δεν υπάρχει ισότητα στη συμμετοχή ανδρών και γυναικών (Herring, 1993). Αυτό που παρατήρησε η Herring είναι ότι μια μικρή μειονότητα ανδρών κυριαρχούν στην διαδικασία και στην θεματολογία των επικοινωνιών επιδεικνύοντας τάσεις αυτοπροβολής και ρητορικής αντιπαλότητας. Για τους λόγους αυτούς, συμπεραίνει η Herring ότι "καθώς ο κοινωνικός εθισμός αναγκάζει τις γυναίκες να μην αισθάνονται άνετα απέναντι σε καταστάσεις συγκρούσεων, αυτές τείνουν να είναι περισσότερο φοβισμένες από τέτοιες πρακτικές με αποτέλεσμα να αποφεύγουν τη συμμετοχή" (Herring, 1993).

Παρόμοια συμπεράσματα με εκείνα της Herring έχουν διατυπωθεί από την Lynn Cherny (1994) στις μελέτες της των διαφορών φύλου στα επικοινωνιακά περιβάλλοντα μέσω υπολογιστών του MUD και του MOO. Η Cherny βρήκε ότι πράγματι υπάρχουν διαφορές στους τρόπους που αλληλεπιδρούν άνδρες και γυναίκες: "οι άνδρες χρησιμοποιούν βιαιότερα σχήματα στις συνομιλίες τους και οι γυναίκες είναι περισσότερο τρυφερές με άλλα πρόσωπα από τους άνδρες" (Cherny, 1994).

Η Kathleen Michel (1992) ερεύνησε διαφορές φύλου στο KIDCAFE, ένα πρόγραμμα δικτύου μεταξύ παιδιών σε όλο τον κόσμο. Δοκίμασε να εφαρμόσει της θεωρίες της γλωσσολόγου Deborah Tannen για τις διαφορές φύλου στην συνομιλία. Η Tannen (1990) διακρίνει δυο τύπους ομιλίας, την "ομιλία- επικοινωνία" - "rapport" (που είναι φιλική, οικεία) και την "ομιλία-αναφορά" - "report" (που δίνει πληροφορίες), και θεωρεί ότι οι περισσότερες γυναίκες ακολουθούν τον πρώτο τύπο, ενώ οι περισσότεροι άνδρες τον δεύτερο. Η Michel συμπέρανε ότι, μολονότι υπάρχουν διάφορα πρότυπα ομιλίας στα αγόρια και τα κορίτσια, αυτά δεν είναι τόσο αντιφατικά όσο θα ήθελε η Tannen. Επιπλέον, παρατήρησε ότι οι επικοινωνίες μέσω υπολογιστών μπορούν να έχουν πολύ θετικά αποτελέσματα στην επικοινωνία των φύλων μεταξύ των μαθητών του σχολείου (Michel, 1992). Από την άλλη όμως μεριά, η έρευνα των Kaplan & Farrell (1994) έχει επιβεβαιώσει την δουλειά της Tannen. Μεταξύ άλλων, οι Kaplan & Farrell έχουν διαπιστώσει ότι τα μηνύματα νεαρών γυναικών είναι κάπως σύντομα και η συμμετοχή τους οδηγείται από την επιθυμία τους να κρατήσουν τη συνέχιση της συνομιλίας παρά από την θέλησή τους να επιτύχουν κάποια συναίνεση σε ορισμένα θέματα (Kaplan & Farrell, 1994).

Ο J. Michael Jaffe και η ομάδα του (1995) ερεύνησαν το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ ψευδωνύμων και διαφορών φύλου σε επικοινωνίες μέσω υπολογιστών. Βρήκαν ότι "οι γυναίκες είχαν την τάση να κρύβουν το φύλο τους με την επιλογή των ψευδωνύμων, ενώ οι άνδρες δεν το έκαναν," μια παρατήρηση που υπογραμμίζει "τη σιωπηλή κοινωνική πίεση που αισθάνονται οι γυναίκες, όταν βρίσκονται σε επικοινωνίες μικτού φύλου" (Jaffe et al., 1995).

Σύμφωνα με την Leslie Regan Shade (1993), "παρά τη σχετική ανωνυμία της επικοινωνίας μέσω υπολογιστών, ορισμένες γυναίκες αναφέρουν ότι συχνά παρενοχλούνται και εκφοβίζονται κατά τη συμμετοχή τους σε συνδιασκέψεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου" (Shade, 1993). Παραδείγματα σεξουαλικής παρενόχλησης στα δίκτυα δίνονται και από την Gladys We (1993).

Η Amy Bruckman (1993) έχει κάνει έρευνα για τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και την επιλογή φύλου στο επικοινωνιακό περιβάλλον- παιχνίδι μέσω υπολογιστών του MUD. Βρήκε ότι γυναίκες-παίκτες του MUD συχνά "πολιορκούνται" με προτάσεις, μερικές από τις οποίες είναι σεξουαλικού περιεχομένου, και επίσης συχνά άνδρες-παίκτες εμφανίζονται σαν γυναίκες και συμπεριφέρονται υποδηλωτικά, για να προκαλέσουν ερωτικές προτάσεις (Bruckman, 1993). Ο Pavel Curtis (1992) έχει παρατηρήσει ότι στο MUD οι ρόλοι των πιο ζωηρών και σεξουαλικά επιθετικών γυναικών συνήθως παίζονται από άνδρες (Curtis, 1992).

Υπάρχουν πολλές πασίγνωστες ιστορίες για ανθρώπους που δημιούργησαν εντελώς νέες προσωπικότητες, αλλάζοντας ακόμη και φύλο, καθώς επικοινωνούσαν μέσω υπολογιστών. Το 1985 ο Lindsy Van Gelder ανέφερε την περίπτωση ενός άνδρα που χρησιμοποίησε το δίκτυο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών για να παίξει προσποιητούς ρόλους του άλλου φύλου. Στην πραγματική του ζωή ήταν ένας διαπρεπής ψυχίατρος της Νέας Υόρκης ηλικίας λίγο μεγαλύτερης των πενήντα, με το όνομα "Alex," και παρουσιάσθηκε στο δίκτυο σαν μια γυναίκα νευροψυχολόγο, την "Joan," που πρόσφατα είχε υποστεί κάποια σοβαρή αναπηρία από αυτοκινητιστικό ατύχημα. Τα δυο χρόνια που η Joan επικοινωνούσε στο δίκτυο, ανέπτυξε στενές προσωπικές σχέσεις (σε μερικές περιπτώσεις μέχρι και αισθηματικές υποθέσεις) με άλλες γυναίκες, αν και ποτέ πρόσωπο-με-πρόσωπο, και "χρησίμευε αφενός ως στήριγμα για άλλες ανάπηρες γυναίκες και αφετέρου ως εμπνευσμένος καταστροφέας του στερεοτύπου της σωματικής ικανότητας" (Van Gelder, 1991). Τελικά αποκαλύφθηκε ότι δεν ήταν όχι μόνο ανάπηρη αλλά και ότι ήταν ο Alex, "που είχε αναλάβει το παράξενο και εξαντλητικό πείραμα να δει πώς θα αισθανόταν παριστάνοντας μια γυναίκα και να βιώσει την εγκαρδιότητα της φιλίας των γυναικών" (ibid.) Η απάντηση σε αυτή την αποκάλυψη ήταν ιδιαίτερα έντονη: πολλές γυναίκες αισθάνθηκαν προδομένες και προσβεβλημένες. Άλλες πάλι αισθάνθηκαν απογοητευμένες, λυπήθηκαν για τον "χαμό" του εικονικού φίλου τους, της "Joan," και θα ήθελαν να συνεχίσουν την φιλία με αυτό το πρόσωπο, "να συχετίζονται με την ψυχή, όχι με το φύλο του προσώπου αυτού" (ibid.).

ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Baron, N.S. (1984). Computer mediated communication as a force in language change. Visible Language, 18(2), 118-141.

Baym, N.K. (1995). The emergence of community in computer- mediated communication. In S.G. Jones (Ed.), CyberSociety: Computer-Mediated Communication and Community (pp. 138-163). Thousand Oaks, CA: Sage.

Bruckman, A. (1993). Gender swapping on the Internet, electronic document.

Carpenter, T. (1983, Sepember 6). Reach out and access someone. Village Voice, pp. 9-11.

Cherny, L. (1994). Gender Differences in Text-Based Virtual Reality, electronic document of a paper in the Proceedings of the Berkeley Conference on Women and Language, April 94.

Cheseboro, J.W., & Bonsall, D.G. (1989). Computer-Mediated Communication: Human Relationships in a Computerized World. Tuscaloosa: University of Alabama Press.

Culnan, M.J., & Markus, M.L. (1987). Information technologies. In F.M. Jablin, L.L. Putnam, K.H. Roberts, & L.W. Porter (Eds.), Handbook of Organizational Communication: An Interdisciplinary Perspective (pp. 420-443). Newbury Park, CA: Sage.

Curtis, P. (1992). MUDding: Social Phenomena in Text-Based Virtual Realities, electronic document of a paper in the Proceedings of DIAC 92.

Curtis, P., & Nichols, D. (1993). MUDs grow up: social virtual reality in the real world, electronic document.

Danet, B., & Ruedenberg, L. (1994). "Smoking dope" at a virtual party: Writing, play, and performance on Internet Relay Chat. In S. Rafaeli, F. Sudweeks, & M. McLaughlin (Eds.), Network and Netplay: Virtual Groups on the Internet. Cambridge, MA: MIT Press.

Ferrara, K., Brunner, H., & Whittemore, G. (1991). Interactive written discource as an emergent register. Written Communication, 8(1), 8-34.

Graddol, D., & Swann, J. (1989). Gender Voices. Oxford: Basil Blackwell.

Harasim, L.M. (1993). Networlds: Networks as Social Space. In L.M. Harasim (Ed.), Global Networks: Computers and International Communication (pp. 14-34). Cambridge, MA: MIT Press.

Herring, S.C. (1993). Gender and democracy in computer- mediated communication. Electronic Journal of Communication, 3(2). Electronic document available by e-mail to comserve@vm.its.rpi.edu with message: "send herring v3n293."

Jaffe, J.M., Lee, Y.-E., Huang, L., & Oshagan, H. (1995). Gender, Pseudonyms, and CMC: Masking Identities and Baring Souls, electronic document.

Kaplan, N., & Farrell, E. (1994). Weavers of webs: A portrait of young women on the net, The Arachnet Journal on Virtual Culture, 2(3), electronic document.

Kiesler, S., Siegel, J., & McGuire, T.W. (1984). Social psychological aspects of computer-mediated communication. American Psychologist, 39(10), 1123-1134.

Matheson, K., & Zanna, M.P. (1992). Computer- mediated communications: The focus is on me. Social Science Computer Review, 8(1), 1-12.

Michel, K. (1992). Gender Differences in Computer-Mediated Conversationsr, electronic document, available via KIDLINK.

Myers, D. (1987a). A new environment for communication play: On-line play. In G.A. Fine (Ed.) Meaningful Play, Playful Meaning (pp. 231-245). Champaign, IL: Human Kinetics Publishers.

Myers, D. (1987b). "Anonymity is part of the magic": Individual manipulation of computer-mediated communication contexts. Qualitative Sociology, 19(3), 251-266.

Poster, M. (1995). Cyberdemocracy: Internet and the Public Sphere, electronic document.

Reid, E.M. (1991). Electropolis: Communication and Community on Internet Relay Chat, electronic document of a B.A. Honors Thesis, University of Melbourne, Australia, also published in Intertek 3(3) (1992), 7-15.

Rheingold, H. (1993). The Virtual Community: Homesteading on the Electronic Frontier. Reading, MA: Addison-Wesley Publ. Co.

Rice, R.E. (1984). The New Media: Communication, Research, and Technology. Beverly Hills, CA: Sage.

Rice, R.E. (1989). Issues and concepts in research on computer-mediated communication systems. In J.A. Anderson (Ed.), Communication Yearbook 12 (pp. 436- 476). Newbury Park, CA: Sage.

Rice, R.E., & Love, G. (1987). Electronic emotion: socioemotional content in a computer-mediated network. Communication Research 14, 85-108.

Shade, L.R. (1993). Gender Issues in Computer Networking, electronic document.

Shade, L.R., & We, G. (1993). The gender of cyberspace. The Internet Business Journal, 1(2), 12-13.

Sherbloom, J. (1988). Direction, function, and signature in electronic mail. Journal of Business Communication, 25, 39-54.

Short, J., Williams, E., & Christie, B. (1976). The Psychology of Telecommunication. London: John Wiley & Sons, Inc.

Smith, J., & Balka, E. (1991). Chatting on a feminist computer network. In C. Kramerae (Ed.), Technology and Women's Voices, (pp. 82-97). New York: Routledge and Kegan Paul.

Sproull, L., & Kiesler, S. (1991). Connections: New Ways of Working in the Networked Organization. Cambridge, MA: MIT Press.

Tannen, D. (1990). You Just Don't Understand. New York: Ballantine.

Van Gelder, L. (1991). The strange case of the electronic lover. In C. Dunlop & R. Kling (Eds.), Computerization and Controversy: Value Conflicts and Social Choices (pp. 364-375). San Diego, CA: Academic Press.

Walther, J.B. (1992). Interpersonal effects in computer- mediated interaction: a relational perspective. Communication Research, 19(1), 52-90.

Walther, J.B., & Burgoon, J.K. (1992). Relational communication in computer-mediated interaction. Human Communication Research, 19(1), 50-88.

We, G. (1993). Cross-gender communication in cyberspace, The Arachnet Journal on Virtual Culture, 2(3), electronic document.



Πίσω στη Προσωπική Σελίδα του Μ.Α. Μπουντουρίδη