Προσκεκλημένη Ομιλία στο
13ο Θερινό Σχολείο – Πανελλήνιο Συνέδριο
Μη Γραμμική Δυναμική:
Πολυπλοκότητα και Χάος
Χανιά, 17-28 Ιουλίου 2000

 

ΟΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΠΟΛΥΠΛΟΚΟΤΗΤΕΣ
ΤΩΝ
ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

 

Μωυσή Α. Μπουντουρίδη

Τμήμα Μαθηματικών
Πανεπιστήμιο Πατρών
265 00 Ρίο Πάτρα

mboudour@upatras.gr
http://www.math.upatras.gr/~mboudour/

 

Το ότι ο κόσμος είναι πολύπλοκος αποτελεί μια γενική πεποίθηση, που τη συμμερίζονται τόσο οι απλοί άνθρωποι όσο κι οι επιστήμονες. Οι τελευταίοι έχουν πετύχει σημαντικές προόδους στην κατανόηση της πολυπλοκότητας του φυσικού κόσμου καθώς και των υπολογιστικών προσομοιώσεών του. Η πρόκληση, επομένως, είναι ιδιαίτερα μεγάλη για το άνοιγμα της πολυπλοκότητας του κόσμου των ανθρώπων και των κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών, πολιτιστικών κ.α. πραγματικοτήτων, στις οποίες ζούμε. Και για το σκοπό αυτό, έχουν δημιουργηθεί κι εξακολουθούν να δημιουργούνται διάφορες ad hoc μέθοδοι και θεωρητικές κι εμπειρικές προσεγγίσεις, που διερευνούν την πολυπλοκότητα της κοινωνίας, της πολιτικής, της οικονομίας, των πολιτισμών κλπ.

Επιπλέον, με την ανεμπόδιστη κυκλοφορία των ιδεών, συχνά οι κατασκευές μιας θεωρίας μπορούν να παίξουν ένα καταλυτικό ρόλο, να τροφοδοτήσουν κάποιες εμπνεύσεις, για την διαμόρφωση άλλων θεωριών, κι όταν ακόμη αυτές αναφέρονται σ’ εντελώς διαφορετικά θέματα. Βέβαια τέτοιες δανειοδοτήσεις, με τις οποίες κυκλοφορεί η γνώση, δεν κατέχουν κανένα ιδιαίτερο προνόμιο: υπόκεινται κι αυτές στον έλεγχο, την κριτική έρευνα και την εξονυχιστική εξέταση, όπως θα γινόταν και με κάθε καινούργια γνώση μέχρις ότου σταθεροποιηθεί, δηλαδή, γίνει αποδεκτή σαν επιστημονικό (ή άλλο) γεγονός.

Παρόλα αυτά όμως, πολλοί δεν μπορούν να αντισταθούν στον πειρασμό και στην γοητεία που ασκούν ορισμένες μορφές γνώσης απέναντι σ’ άλλες. Ο ρόλος των φυσικών θεωριών είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικός. Συχνά και για πολλούς (φυσιοκρατία), η φύση κι η φυσική πρέπει να αποτελέσουν το μοντέλο για οποιαδήποτε άλλη περιοχή του επιστητού. Ή πάλι (θετικισμός) ο στόχος της επιστημονικής έρευνας πρέπει νά ’ναι η κατασκευή ενός όσο το δυνατόν πιο γενικού θεωρητικού σχήματος, στο οποίο να υπόκεινται όσο το δυνατόν περισσότερες εμπειρικές περιπτώσεις. Και για να συμβαίνουν αυτά, το ίδιο το αντικείμενο της μελέτης πρέπει αφενός να επιδεικνύει κάποιες αναλλοίωτες κι επαναλήψιμες κανονικές δομές και διαδικασίες κι αφετέρου να βρίσκεται σε μια αντικειμενικά κατοχυρωμένη θέση, που εξασφαλίζει το αναλλοίωτο των δομών και διαδικασιών του μπροστά στην ευμεταβλητότητα των συνθηκών της μελέτης του. Το πρόβλημα όμως με τον πολύπλοκο κόσμο των ανθρώπων και της κοινωνίας είναι ότι μόνο κάτω από κάποιες αυθαίρετες αναγωγές μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στις επιστημολογικές προϋποθέσεις της φυσιοκρατίας και του θετικισμού. Εντούτοις, δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιμένουν να θέλουν να τον δουν κάτω από το πρίσμα της γνώσης της φύσης ή έστω μέσα από το λεξιλόγιο της γνώσης αυτής.

Στο κείμενο αυτό, η πρόθεσή μας είναι να επικεντρώσουμε την προσοχή μας σ’ ένα συγκεκριμένο και διακριτό τομέα των ανθρώπινων κοινωνικο-πολιτικών δραστηριοτήτων, τον τομέα των διεθνών πολιτικών σχέσεων, και να δούμε την πολυπλοκότητά του, έτσι όπως την αντιλαμβάνονται οι σχετικές θεωρίες κι ορισμένες φορές την διαμορφώνουν οι θεωρητικές μεταφορές κι οι αναλογίες από αλλού.

Αφού λοιπόν περιγράψουμε τις κεντρικότερες από τις θεωρίες των διεθνών σχέσεων, θα συζητήσουμε κάποιες πλευρές των προβλημάτων που δημιουργούνται από τις εξωτερικές εμφυτεύσεις στις θεωρίες αυτές ιδεών που προέρχονται από τις θεωρίες της φυσικής πολυπλοκότητας και γενικότερα από τη συστημική. Τελικά, θα παραθέσουμε κάποιες από τις ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις του Pierre Bourdieu για τις επίκαιρες διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης και για τους κοινωνικούς κινδύνους που υποθάλπει η εμμονή στη νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική.

Θεωρίες Διεθνών Σχέσεων

Οι Διεθνές Σχέσεις (σε συντομογραφία ΔΣ1) είναι ένας κλάδος των Πολιτικών Επιστημών, που αναπτύχθηκε από τις αρχές του 20ου αιώνα κυρίως στις αγγλοσαξονικές χώρες. Θα περιγράψουμε στη συνέχεια τις πιο σημαντικές από τις διάφορες θεωρίες Διεθνών Σχέσεων παραθέτοντάς τις, ως επί το πλείστον, με τη χρονολογική σειρά της εμφάνισής τους.2

Οι συστάσεις αυτές, αφενός για τις εγχώριες κι αφετέρου για τις διεθνείς θεσμικές δομές, είναι φιλελεύθερες με τις κλασικές έννοιες του όρου. Από τη μια μεριά, συμβάλλοντας στην αρμονική κι ειρηνική συνύπαρξη των κρατών προήγαγαν τις οικονομικές διακρατικές συνεργασίες και το διεθνές εμπόριο κι, έτσι, αναπαραγάγανε το μοντέλο της κλασικής δέσμευσης του οικονομικού φιλελευθερισμού στην ελεύθερη αγορά και την ελάχιστη παρέμβαση του κράτους σ’ αυτήν. Από την άλλη μεριά, διαδίδοντας τις αρχές της συνταγματικής διακυβέρνησης και της καθολικής ισχύος του νόμου, και στο εγχώριο επίπεδο αλλά και στον διεθνή χώρο, έθεταν την έμφαση στην γνωστή δέσμευση του πολιτικού φιλελευθερισμού στην ατομική ισότητα και την ελευθερία.3

Για τους ρεαλιστές, ο πυρήνας, το κεντρικό χαρακτηριστικό των διεθνών σχέσεων προσδιορίζεται από το γεγονός ότι οι κύριοι πρωταγωνιστές στον διεθνή στίβο είναι τα κράτη, τα οποία συμπεριφέρονται με βάση τα δικά τους, εγωιστικά, συμφέροντα κι ανάλογα με την ισχύ που κατέχουν. Επιπλέον, επειδή κάθε κράτος είναι κυρίαρχο (με την έννοια ότι κατέχει τη νομική αυτονομία στην επικράτειά του), οι ρεαλιστές θεωρούν ότι αυτόματα οι σχέσεις μεταξύ διαφορετικών κρατών γίνονται αναρχικές, λόγω της ανυπαρξίας μιας κοινής υπέρτατης αρχής.

Όμως, για τους ρεαλιστές, το συνολικό διεθνές σύστημα μπορεί να σταθεροποιηθεί, να έρθει ‘σε ισορροπία,’ διότι η επιδίωξη των συμφερόντων των κρατών με τις δικές τους δυνάμεις (δηλαδή, η ‘αυτο-εξυπηρέτησή’ τους), που προϋποθέτει την ασφάλεια και την επιβίωσή τους, τα αναγκάζει να ασκήσουν στις μεταξύ τους σχέσεις τους κατάλληλους ελιγμούς, την κατάλληλη διπλωματία. Με τον τρόπο αυτό, τα μεν ασθενή κράτη μπορούν να αντιμετωπίσουν τις εναντίον τους επιβολές από τα ισχυρότερα κράτη, π.χ., μέσω της συνεργασίας και της συμμαχίας μ’ άλλα ισοδύναμα κράτη. Τα δε ισχυρά κράτη, πάλι μέσω της διπλωματίας, μπορούν να πετύχουν τον έλεγχο κάποιων ασθενέστερων κρατών, χωρίς να διαταράσσουν τη συνολική ισορροπία ισχύος, όταν οι κινήσεις τους δεν είναι προσανατολισμένες στην άσκηση ωμής βίας για την κατάκτηση ασθενέστερων κρατών αλλά στην επίτευξη του στόχου της ενίσχυσης της επιρροής τους σ’ άλλα κράτη με σεβασμό της σχετικής επικυριαρχίας των.

Το βασικό πρόγραμμα του πλουραλισμού κι η κριτική του στον ρεαλισμό καταγράφηκαν από τους Robert Keohane και Joseph Nye στο βιβλίο τους (1977) Power and Interdependence (Δύναμη κι Αλληλεξάρτηση). Οι κύριες διαφορές πλουραλισμού-ρεαλισμού είναι οι εξής τρεις:

    1. Ο πλουραλισμός προϋποθέτει την ύπαρξη πολλαπλών καναλιών διακρατικών επαφών, που συμπεριλαμβάνουν κρατικούς αλλά και μη κρατικούς φορείς. Αντίθετα, για τον ρεαλισμό, το κράτος θεωρείται ότι είναι η μοναδική μονάδα δράσης στις διεθνείς σχέσεις. Στην πλουραλιστική θεωρία, αμβλύνονται οι πρωταγωνιστές της διεθνούς δράσης, πέρα από τα κράτη, για να συμπεριλάβουν φορείς διακρατικών οικονομικών και πολιτικών θεσμών, όπως πολυεθνικές εταιρίες, τράπεζες κι αγορές, παγκόσμιους οργανισμούς, όπως διάφορα όργανα διεθνούς δράσης του ΟΗΕ, ο οργανισμός της Γενικής Συμφωνίας για Δασμούς και Εμπόριο (General Agreement on Tariffs and Trade ή GATT), ο οργανισμός του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (International Monetary Fund ή IMF) ή και υπερκρατικούς σχηματισμούς, σαν την Ευρωπαϊκή Ένωση, κλπ.

    2. Για τους πλουραλιστές, ο ρόλος της δύναμης στις διεθνείς σχέσεις θεωρείται μάλλον δευτερεύων, ενώ για τους ρεαλιστές είναι κυρίαρχος. Έτσι, οι πλουραλιστές παύουν να θεωρούν τη στρατιωτική δύναμη σαν το σημαντικότερο όργανο της διεθνούς πολιτικής.

    3. Ο πλουραλισμός δεν δέχεται καμία ιεραρχία των θεμάτων που εγγράφονται στις διεθνείς σχέσεις: οποιοδήποτε θέμα, όπως, π.χ., η ασφάλεια, το εμπόριο, τα οικονομικά κλπ., θα μπορούσε να ήταν το κυρίαρχο ανά πάσα χρονική στιγμή. Αντίθετα, οι ρεαλιστές προϋποθέτουν ότι η ασφάλεια είναι παντού και πάντα το πρωτεύον θέμα στις διεθνείς σχέσεις.

Με άλλα λόγια, στην θεωρία αυτή, οι διεθνείς αλληλεξαρτήσεις είναι στην κυριολεξία πολύπλοκες και πλουραλιστικές, με αποτέλεσμα να υπάρχει ένα ευρύτερο φάσμα πολιτικών επιλογών και χειρισμών που μπορούν να αναλάβουν οι φορείς δράσης των διεθνών σχέσεων. Ειδικότερα, οι πλουραλιστές δέχονται ότι οι δράστες αυτοί χαρακτηρίζονται από διαφορετικούς βαθμούς ευαισθησίας κι ευπάθειας. Η ευαισθησία των δραστών προσδιορίζεται από τις μεταβολές στα διεθνή θέματα που τους αφορούν, ενώ η ευπάθεια ή το ευπρόσβλητό τους αφορά το κατά πόσο μπορούν να ελέγξουν τις ανταποκρίσεις τους στις προκύπτουσες ευαισθησίες. Για παράδειγμα, όλες οι προηγμένες βιομηχανικές χώρες ήσαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ιδιαίτερα ευαίσθητες στις διακυμάνσεις των τιμών του πετρελαίου, αλλά η ευπάθειά τους ποίκιλλε, επειδή ορισμένες είχαν επιλογές χειρισμών (π.χ., εκμετάλλευση των δικών τους αποθεμάτων ή αύξηση εξαγωγών), ενώ άλλες δεν είχαν. Για το λόγο αυτό, οι δράστες των διεθνών σχέσεων μπορούν να χρησιμοποιούν τυχόντα πλεονεκτήματα που έχουν σε κάποιους τομείς, για να ισοφαρίσουν τα ενδεχόμενα μειονεκτήματά τους αλλού.

Βέβαια, πέρα από πολλά διεθνή θέματα, στα οποία οι εμπλεκόμενοι πρωταγωνιστές μπορούν να προσαρμόσουν τους τρόπους δράσης τους ανάλογα με την διεθνή και την εγχώρια συγκυρία, υπάρχουν και κάποια θέματα, τα οποία απαιτούν να ακολουθηθεί μια συγκεκριμένη και διεθνώς καθορισμένη πορεία δράσης. Οι θεσμοθετημένοι φορείς διευθέτησης τέτοιων θεμάτων συγκροτούν τα ονομαζόμενα ‘διεθνή καθεστώτα’ (international regimes), τα οποία αναφέρονται σε περιπτώσεις που υπάρχουν σαφώς αντιληπτές αρχές, νόρμες, κανόνες και διαδικασίες λήψης αποφάσεων, γύρω από τις οποίες συγκλίνουν οι προσδοκίες αυτών που παίρνουν αποφάσεις σ’ ένα συγκεκριμένο τομέα διεθνών σχέσεων (Krasner, 1983). Παραδείγματα διεθνών καθεστώτων θεωρούνται το IMF, το GATT ή οι Συμφωνίες για το Κλίμα που υπογράφηκαν στην Διάσκεψη Κορυφής του Ρίο το 1991.

Ο σκοπός του είναι να δημιουργήσει μια θεωρία του διεθνούς συστήματος, δηλαδή, να ακολουθήσει μια συστημική προσέγγιση των διεθνών σχέσεων. Για το λόγο αυτό, διακρίνει μόνο δυο δυνατές μορφές ύπαρξης του διεθνούς συστήματος, την ιεραρχική και την αναρχική. Για τον Waltz, το σύστημα των διεθνών σχέσεων από το μεσαίωνα κι ύστερα είναι σαφώς αναρχικό. Έτσι, τα κράτη (σαν στοιχειώδεις μονάδες δράσης στο διεθνές σύστημα) δεν μπορούν παρά να είναι ‘αυτο-βοηθούμενα,’ δηλαδή, να φροντίζουν τα ίδια για τους εαυτούς τους. Επομένως, όπως συμπέραναν οι κλασικοί ρεαλιστές, τα κράτη είναι αναγκασμένα να ασχοληθούν με την ασφάλειά τους κι ενδεχομένως να θεωρήσουν ότι απειλούνται από κάποια άλλα κράτη. Άρα, πρέπει συνεχώς να προσαρμόζουν την θέση τους στο διεθνές στερέωμα σύμφωνα με το πώς αντιλαμβάνονται την ισχύ των άλλων κρατών και με το κατά πόσο μπορούν να αναπτύξουν την δική τους ισχύ.

Με τον τρόπο αυτό, αναδύεται η ισορροπία δυνάμεων σαν ο σταθεροποιητικός μηχανισμός του διεθνούς συστήματος κι ο σκοπός της θεωρίας των Διεθνών Σχέσεων είναι να μελετήσει το σχηματισμό, τη σταθεροποίηση και την δυναμική εξέλιξη αυτής της διεθνούς ισορροπίας δυνάμεων. Προφανώς μια τέτοια ισορροπία εξαρτάται από το πλήθος των πόλων, που συγκεντρώνουν δύναμη, και για τον Waltz το διεθνές σύστημα της εποχής του (τέλος δεκαετίας του 1970) ήταν διπολικό, αφού μόνο οι ΗΠΑ κι η ΕΣΣΔ μπορούσαν τότε να απειλήσουν η μια την επιβίωση της άλλης. Επιπλέον, ο Waltz θεωρεί ότι ένα τέτοιο διπολικό σύστημα είναι ευκολότερα πολιτικά διαχειρίσιμο, λόγω του μικρού αριθμού των εμπλεκομένων μερών, αντίθετα με την πεποίθηση κάποιων άλλων μελετητών, που θεωρούν τους διπολικούς σχηματισμούς εγγενώς ασταθείς, γιατί είναι επιρρεπείς στην δημιουργία εντάσεων μετά από κάθε αλλαγή της κατάστασης του κάθε πόλου.

Για να δικαιολογήσει την θεωρία του της δυναμικής ισορροπίας του διεθνούς συστήματος, ο Waltz χρησιμοποιεί αναλογίες με τη νεοκλασική οικονομική θεωρία κι ιδιαίτερα την θεωρία των αγορών και των επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, η γνήσια ανταγωνιστική αγορά αποτελεί μια δομή που αναδύεται ανεξάρτητα από τις βουλές των αγοραστών και των πωλητών, που όμως με τις δράσεις των οποίων δημιουργείται. Παρόμοια, το διπολικό σύστημα των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ αυτορυθμίζει τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, παρά το ότι η κάθε μια από τις δυο δυνάμεις θα προτιμούσε να εξαφανίσει την άλλη αν μπορούσε να το κάνει χωρίς η ίδια να υποστεί ζημιές ή καταστροφές. Με άλλα λόγια, ο Waltz επικαλείται ένα μοντέλο ‘ορθολογιστικής επιλογής’ για την ισορροπία δυνάμεων, στο οποίο τα κράτη υποτίθενται ότι είναι ιδιοτελή εγωιστικά υποκείμενα, τα οποία προσανατολίζουν τις στρατηγικές τους στην επιλογή εκείνης που μεγιστοποιεί την ευημερία τους.

Πιο συγκεκριμένα, οι νεοφιλελεύθεροι, αποδεχόμενοι τις βασικές υποθέσεις της διεθνούς αναρχίας και του ορθολογιστικού εγωισμού των κρατών, προσπαθούν να αποδείξουν ότι κάτω από τέτοιες συνθήκες είναι δυνατόν να υπάρξει συνεργασία. Χρησιμοποιώντας κοινές μεθοδολογίες με τους νεορεαλιστές, όπως την θεωρία των παιγνίων και της ορθολογιστικής επιλογής, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι συνεργασίες κάτω από αναρχία είναι πάντοτε καταδικασμένες να είναι εύθραυστες. Αφενός κάποια προβλήματα δημιουργούνται από τα κράτη εκείνα που επωφελούνται των συνεργασιών χωρίς όμως να έχουν ανάλογη συμβολή στην οικοδόμησή τους. Αφετέρου το γνωστό ‘δίλημμα του φυλακισμένου’ αποδεικνύει ότι οι συνεργασίες μπορεί να μην οδηγούν στα επιθυμητά (βέλτιστα) αποτελέσματα όταν γίνονται είτε χωρίς συνθήκες ελεύθερης επικοινωνίας είτε απουσία μηχανισμών τήρησης των συμφωνιών που γίνονται όταν η επικοινωνία είναι εφικτή. Για το λόγο αυτό, οι νεοφιλελεύθεροι υποστηρίζουν ότι αν μπορούν να εδραιωθούν διεθνή καθεστώτα σε συνθήκες ελεύθερης ανταλλαγής της πληροφορίας και τυπικού σεβασμού των δεσμεύσεων, τότε μπορούν να αυξηθούν οι δυνατότητες επιτυχίας των συνεργασιών.

Το γεγονός είναι ότι, για τους νεοφιλελεύθερους, τα περισσότερα υπάρχοντα διεθνή καθεστώτα, κι ιδιαίτερα το σύστημα της διεθνούς πολιτικής οικονομίας, εδραιώθηκαν κατά την περίοδο αμέσως μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι ΗΠΑ κατείχαν μια ‘ηγεμονική’ θέση διεθνώς. Επομένως, το ερώτημα για τους νεοφιλελεύθερους την δεκαετία του 1980 ήταν κατά πόσον την περίοδο εκείνη, που είχε μειωθεί σημαντικά η επιρροή των ΗΠΑ, θα ήταν δυνατόν να συνεχισθούν οι συνεργασίες ‘χωρίς ηγεμονία’;

Το τέλος όμως της δεκαετίας του 1980 σημαδεύτηκε από την κατά τα φαινόμενα οριστική λήξη της ψυχροπολεμικής περιόδου στις διεθνείς σχέσεις με τις πολιτικές κι οικονομικές αλλαγές στα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης. Για τους νεοφιλελεύθερους θεωρητικούς των διεθνών σχέσεων, οι αλλαγές αυτές δημιουργήθηκαν όχι τόσο σαν αποτέλεσμα διακρατικών πιέσεων όσο από την ανάδυση ενός νέου πρωταγωνιστή στις διεθνείς σχέσεις, του παράγοντα της πληροφορίας που θεωρείται απ’ αυτούς ότι χαρακτηρίζει πλέον καθολικά τη νέα περίοδο (‘εποχή της πληροφορίας,’ ‘κοινωνία της πληροφορίας,’ ‘νέα οικονομία’ κλπ.). Πράγματι, σύμφωνα μ’ αυτές τις νεοφιλελεύθερες εκτιμήσεις, ένας από τους κυριότερους λόγους για τις αλλαγές στην ΕΣΣΔ ήταν το γεγονός ότι ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ (κι άλλοι) παραδέχθηκε την αδυναμία της Σοβιετικής οικονομίας να περάσει από το εκτεταμένο ή βιομηχανικό στάδιο στο εντεταμένο ή μεταβιομηχανικό στάδιο ανάπτυξης, εκτός αν χαλάρωναν οι περιορισμοί στις τεχνολογίες επικοινωνίας και πληροφορίας (από μηχανές xerox ως υπολογιστές), των οποίων όμως τεχνολογιών η χρήση αναγκαστικά γινόταν φορέας των ιδεών της ανοικτής πολιτικής. Παρόμοια, η Κίνα που προσπάθησε να αντιμετωπίσει την κρίση και τη λαϊκή αναστάτωση μετά τις σφαγές της Πλατείας Tiananmen αρχικά με την απαγόρευση των fax και τους περιορισμούς στις επικοινωνίες, τελικά αναγκάσθηκε να ενδώσει στην υιοθέτηση των τηλεπικοινωνιακών νεωτερισμών, έστω σε μια ελεγχόμενη εκδοχή (π.χ., εκτεταμένα δίκτυα Intranet αντί για πλήρη σύνδεση στο Internet).

Έτσι, στις νέες συνθήκες ο προβληματισμός για την ‘ηγεμονία’ των ΗΠΑ (που έτσι κι αλλιώς δεν τίθεται σ’ αμφισβήτηση) αντικαταστάθηκε από τη συζήτηση για τον χαρακτήρα της διεθνούς πληροφοριακής πολιτικής που πρέπει να επωμισθεί η πλανητική δύναμη των ΗΠΑ (Nye & Owens, 1996). Η πολιτική αυτή είναι αποτέλεσμα των συγκριτικών πλεονεκτημάτων των ΗΠΑ από την εποχή του ψυχρού πολέμου, τα οποία επέφερε η τότε πολιτική επένδυση αφενός στην ιδεολογία της ανοικτής κοινωνίας κι αφετέρου στις τεχνολογίες επικοινωνίας και πληροφορίας (από υπολογιστές και δίκτυα ως συστήματα παρακολούθησης – surveillance – εντοπισμού γεωγραφικής τοποθέτησης και κρυπτογραφίας). Επιπλέον, τα πληροφοριακά πλεονεκτήματα των ΗΠΑ αποδίδουν καρπούς και στην ενίσχυση της νέας αμερικανικής διπλωματίας της ‘μαλακής δύναμης’ – ‘soft power’ για την επικράτηση του αμερικανικού μοντέλου δημοκρατίας κι ελεύθερων αγορών.5

Βέβαια, οι κατευθύνσεις αυτές ανάπτυξης της πληροφοριακής υπεροπλίας των ΗΠΑ λίγο διαφέρουν από τις ψυχροπολεμικές στρατηγικές επιλογές πέρα από την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στις στρατιωτικές τεχνολογίες επικοινωνίας και πληροφορίας (φυσικά λαμβάνοντας υπόψην και την αυξημένη πλέον ευαισθητοποίηση των πολιτών σ’ όλον τον κόσμο σε θέματα δημοκρατίας καθώς και την απέχθειά τους για την χρήση της ωμής βίας). Για παράδειγμα, οι τωρινές στρατιωτικές πληροφοριακές επιλογές των ΗΠΑ δίνουν μεγάλη προτεραιότητα στην ανάπτυξη συστημάτων IRS (Intelligence, Surveillance & Reconnaissance, δηλαδή, Κατασκοπίας, Παρακολούθησης & Αναγνώρισης), συστημάτων C4I (Command, Control, Communications & Computers Intelligence, δηλαδή, Διοίκησης, Ελέγχου, Επικοινωνιών & Υπολογιστών) και στην δημιουργία μιας τεχνολογικά άρτιας κι αποτελεσματικής στρατιωτικής δύναμης ακριβείας, η οποία έχει σκοπό την επίτευξη των στρατιωτικών στόχων με ολέθρια βιαιότητα, μεγαλύτερη ακρίβεια και ταχύτητα και σε μεγαλύτερη έκταση (όπως συνέβη στην επιχείρηση ‘Θύελλα της Ερήμου’ πριν λίγα χρόνια και πέρσι στη ΝΑΤΟϊκή επέμβαση στην Γιουγκοσλαβία). Με τον τρόπο αυτό, οι ΗΠΑ επιχειρούν να διακηρύξουν την γεωπολιτική τους ικανότητα να επιβάλλονται μ’ ελάχιστες ή σχεδόν καθόλου απώλειες σ’ οποιοδήποτε μέρος της γης χωρίς να καταφεύγουν σε μεγάλης έκτασης πυρηνικούς, μικροβιολογικούς ή χημικούς πολέμους. Ορισμένες φορές, διακριτικά τιμωρώντας όσους κρίνουν ότι παραβιάζουν την διεθνή νομιμότητα ή απλώς απειλώντας να κάνουν κάτι τέτοιο, η στρατιωτική πληροφορική διεθνής πολιτική των ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια φαίνεται να θέλει να παίξει το ρόλο της μοναδικής δύναμης πλανητικής αστυνόμευσης, που χρησιμοποιεί τις τεχνολογίες της δυνητικής (virtual) απανταχού παρουσίας και του ακριβούς ελέγχου από απόσταση.

    1. Την Θεωρία των Παγκόσμιων Συστημάτων, που επεξεργάσθηκαν ο Immanuel Wallerstein (1974) κι οι συνεργάτες του.

    2. Διάφορες Νεο-Μαρξιστικές προσεγγίσεις, όπως η θεωρία του κράτους του Νίκου Πουλαντζά (1975) καθώς κι άλλες πολιτικές θεωρίες Γκραμσιανής έμπνευσης (Gill, 1993).

    1. Η Αγγλική Σχολή που διαπραγματεύεται το διεθνές σύστημα σαν μια κοινωνία διεπόμενη από κοινές (κατανεμημένες) αρχές (Bull, 1977).

    2. Η Σχολή της Παγκόσμιας Κοινωνίας που εστιάζεται στο ρόλο της παγκόσμιας κουλτούρας για την κατασκευή των κρατών (Burton, 1972).

    3. Διάφορες Μεταμοντέρνες Θεωρίες των Διεθνών Σχέσεων που εισάγουν τη σύγχρονη κονστρουκτιβιστική κοινωνική θεωρία κι ασκούν δριμεία κριτική στις υλιστικές και τις ορθολογιστικές προσεγγίσεις (Der Derian, 1992, Connolly, 1991, Walker, 1993).

    4. Διάφορες Φεμινιστικές Θεωρίες των Διεθνών Σχέσεων που μελετούν την κατασκευή των κρατικών ταυτοτήτων μέσω δομών εξαρτωμένων από το φύλο των ανθρώπων (Tickner, 1992, Peterson, 1992).

Μια ενδιαφέρουσα χαρτογράφηση των παραπάνω θεωριών Διεθνών Σχέσεων δίνεται στον πίνακα που ακολουθεί (Wendt, 1999):

Ολισμός

Θεωρία Παγκόσμιων Συστημάτων

Νεο-Μαρξισμός

 

Αγγλική Σχολή

Παγκόσμια Κοινωνία

Μεταμοντερνισμός

Φεμινισμός

 

Νεορεαλισμός

Πλουραλισμός

 

Ατομικισμός

Κλασικός Ρεαλισμός

Νεοφιλελευθερισμός

Φιλελευθερισμός

 

Υλισμός

 

Ιδεαλισμός

Κριτική της Συστημικότητας των Διεθνών Σχέσεων

Όπως φαίνεται από τη σύντομη περιγραφή τους, οι διάφορες θεωρίες των διεθνών συστημάτων μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι φορτωμένες με μια πληθώρα μεταφορών κι αναλογιών εμπνευσμένων από τις φυσικές επιστήμης. Έτσι, όχι απλώς χρησιμοποιούνται αλλά συγκροτούν την κεντρική θεματολογία των θεωριών αυτών έννοιες όπως ισορροπία, ευστάθεια, τάξη, αλληλεξάρτηση κλπ. Βέβαια, είναι σαφές ότι η βασική πηγή προέλευσης των εννοιών αυτών δεν είναι άλλη από την Θεωρία των Συστημάτων, από τις πρώτες εκδοχές της Κυβερνητικής Πρώτης Τάξης (που έδινε έμφαση στους ομοιοστατικούς μηχανισμούς) ως την πιο σύγχρονη Κυβερνητική Δευτέρας Τάξης (με έμφαση στους βρόγχους ανάδρασης και την αυτοστοχαστικότητα – reflexivity). Σχετική όμως είναι κι η επίδραση της σχετικά πιο σύγχρονης θεωρίας της Πολυπλοκότητας (ή θεωρίας των Πολύπλοκων Συστημάτων) και της παρεμφερούς μ’ αυτήν θεωρίας της Μη Γραμμικής Δυναμικής (ή θεωρίας των Χαοτικών Συστημάτων).7

Πάντως, εκείνο που πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι, τουλάχιστον στα κείμενα των βασικών μελετητών και θεμελιωτών των συγχρόνων θεωριών διεθνών σχέσεων, οι δανειοδοτήσεις αυτές των όρων (ας πούμε χωρίς να χάνουμε την γενικότητα) από την Θεωρία Συστημάτων ή Συστημική είναι απλές αναλογίες, οι οποίες οικοδομούν μια αυθυπόστατη θεωρία στις διεθνές σχέσεις, χωρίς απλώς να μεταφέρουν στην θεωρία αυτή τις εννοιολογικές σχέσεις κι επιστημολογικές δομές των αντίστοιχων φυσικών θεωριών από τις οποίες προέρχονται.8 Παρόλα αυτά όμως σχεδόν στο σύνολο τους οι θεωρίες των διεθνών σχέσεων που είδαμε χρησιμοποιούν την έννοια του συστήματος μ’ έναν όχι τόσο επιστημολογικά αθώο τρόπο ώστε να είναι δυνατόν να αναρωτηθεί κανείς αν η χρήση του δεν αποτελεί μια προσπάθεια νομιμοποιητικής, αν όχι κανονιστικής, μεταφοράς επιστημονικού κύρους από τις φυσικές επιστήμες στις κοινωνικο-πολιτικές επιστήμες. Για το λόγο αυτό, θα προσπαθήσουμε στη συνέχεια να εξετάσουμε το ‘συστημικό’ λεξιλόγιο9 των θεωριών διεθνών σχέσεων κάτω από το πρίσμα των επιφυλάξεων και προβληματισμών που συνήθως εγείρονται, όταν επιχειρείται η θεωρία των συστημάτων να εφαρμοσθεί ή να μεταφερθεί στο κοινωνικο-πολιτικό πεδίο.10

Πράγματι, όπως ήδη είδαμε, το σχήμα του διεθνές συστήματος σαν το κατ’ εξοχήν πεδίο ανάλυσης των διεθνών σχέσεων είχε αρχικά υιοθετηθεί από το νεορεαλισμό και στη συνέχεια είχε γίνει αποδεκτό κι από το νεοφιλελευθερισμό. Λαμβάνοντας υπόψη και την επιστράτευση των διαφόρων μεθοδολογιών της ορθολογιστικής επιλογής (από την θεωρία των παιγνίων ως τις τουλάχιστον λεκτικές δανειοδοτήσεις από την θεωρία της πολυπλοκότητας), καθίσταται σαφέστατη η έλξη κι η επιρροή που άσκησε η θεωρία των συστημάτων στις νεορεαλιστικές και τις νεοφιλελεύθερες εκδοχές των διεθνών σχέσεων. Επομένως, είναι εύλογο να προβληματιστεί κανείς για το κατά πόσο η συστημική συγκρότηση αυτών των θεωριών των διεθνών σχέσεων μεταφέρει και στις θεωρίες αυτές τα επιστημολογικά αδιέξοδα και περιορισμούς, που έχει παρατηρηθεί ότι η συστημική συνεπάγεται, όταν εφαρμόζεται στις κοινωνικές επιστήμες (Lilienfeld, 1978).

Οι πρώτες επιφυλάξεις για τη συστημική προσέγγιση των κοινωνικών φαινομένων εγείρονται από τον ίδιο τον ορισμό του συστήματος. Ο Bruno Latour θέτει το πρόβλημα πολύ γλαφυρά, όταν λεει:

Η έννοια του συστήματος δεν μας είναι καθόλου χρήσιμη, γιατί ένα σύστημα είναι το τελικό προϊόν μιας διαδικασίας προσαρμογής κι όχι το σημείο έναρξης (...). Για να υπάρχει ένα σύστημα, τα πράγματα πρέπει να ορίζονται με σαφήνεια, ενώ στην πράξη αυτό ποτέ δεν συμβαίνει. Οι λειτουργίες πρέπει να είναι προφανείς, ενώ οι περισσότεροι δράστες δεν είναι βέβαιοι αν θέλουν να διατάζουν ή να υπακούουν. Η ανταλλαγή ισοδυνάμων μεταξύ πραγμάτων ή υποσυστημάτων πρέπει να έχει συμφωνηθεί, ενώ παντού υπάρχουν διαφωνίες για το ρυθμό και την κατεύθυνση των ανταλλαγών. Τα συστήματα δεν υπάρχουν, αλλά η συστηματοποίηση είναι αρκετά κοινή. Παντού υπάρχουν δυνάμεις που αναγκάζουν τους άλλους να παίξουν με τον τρόπο που πάντα έπαιζαν (...). (Latour, 1984, σελ. 198)

Επιπλέον, μια συχνή ένσταση για τη μεταφορά της συστημικής θεωρίας πάνω σε κάθε επιστητό είναι ότι

εμφανίζει μια γοητεία για ορισμούς, εννοιολογήσεις και προγραμματικές δηλώσεις μιας ασαφώς καλοπροαίρετης, ασαφώς ηθικοπλαστικής φύσης, χωρίς συγκεκριμένες ή ειδικές αναφορές στην ιστορική, κοινωνική ή ακόμη κι επιστημονική ουσία (…) μέσω της επιλογής οποιωνδήποτε λεπτομερειών εξυπηρετούν να διευκρινίσουν τις απόψεις των κι αγνόησης όλων των άλλων. (…) [Έτσι,] η θεωρία συστημάτων επιτυγχάνει την ‘καθολικότητά’ της, που συμπεριλαμβάνει τα πάντα, μόνο μέσω ακριβώς της γενικότητάς της: Τα πάντα είναι συστήματα δυνάμει της παράβλεψης του ειδικού, του συγκεκριμένου, του ουσιαστικού. (Lilienfeld, 1978, σελ. 191-192)

Οι συνέπειες των παρατηρήσεων αυτών είναι σαφέστατες για το διεθνές σύστημα: Τα κράτη ή οι θεσμοί που παίζουν σ’ αυτό είναι εκείνα που τυπικά υπάρχουν σαν τέτοια ανεξάρτητα από το κατά πόσο η ύπαρξή τους δημιουργήθηκε μέσα από μια συγκεκριμένη ιστορική δυναμική, που είναι υπεύθυνη για την κατασκευή της φυσιογνωμίας και της ταυτότητάς των αλλά κι η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις λειτούργησε σε βάρος της υπόστασης άλλων κρατών ή θεσμών. Μ’ άλλα λόγια, η ίδια η συγκρότηση του διεθνούς συστήματος από συγκεκριμένα κράτη ή/και θεσμούς νομιμοποιεί τα τελευταία, όταν υποτίθεται ότι μέσα στο συνολικό διεθνή σχηματισμό θα μπορούσαν να λυθούν τα προβλήματα κι οι τριβές που προέρχονται από τοπικές ρήξεις ή ανωμαλίες. Έτσι, ο κομφορμισμός αυτός της συστημικής (νεορεαλιστικής και νεοφιλελεύθερης) θεωρίας των διεθνών σχέσεων συντηρεί τη στασιμότητα στο αντικείμενο της ανάλυσής της αντί να το επεγεργασθεί μ’ έναν τέτοιο τρόπο ώστε να αναδείξει τα δυναμικά κι εξελικτικά χαρακτηριστικά των μονάδων δράσης που απαρτίζουν το διεθνές σύστημα.

Ειδικότερα τώρα για τη νεορεαλιστική θεωρία, η συγκρότηση του διεθνούς συστήματος εμπεριέχει μια φαινομενικά παράδοξη κατάσταση. Από τη μια μεριά, στο συνολικό επίπεδο του διεθνούς συστήματος θεωρείται ότι κυριαρχεί η αναρχία στις σχέσεις των κρατών, ενώ από την άλλη μεριά κάθε κράτος προϋποτίθεται ότι είναι μια περισσότερο ή λιγότερο δομημένη μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Η ανομοιογένεια αυτή της οργανωτικής συγκρότησης του όλου και των μερών του δεν φαίνεται να τοποθετείται, είτε από τον Waltz ή από κανέναν άλλο, σαν μια διαδικασία ανάδυσης (στα πρότυπα της σύγχρονης θεωρίας των πολύπλοκων συστημάτων). Αντίθετα η προσέγγιση που φαίνεται να ακολουθείται είναι να θεωρηθεί η αναρχία στο επίπεδο των διακρατικών σχέσεων σαν ένας ακόμη a priori κανόνας, που μαζί μ’ εκείνους που καθορίζουν τη συμπεριφορά των κρατών στην διεθνή πολιτική σκηνή, θα οδηγήσουν το σύστημα σε κάποια σταθεροποιητική ισορροπία (π.χ., του διπολισμού για την περίοδο που μελέτησε ο Waltz). Αλλά τότε το συστημικό δόγμα ότι το σύνολο δεν είναι το άθροισμα των μελών του, αντί να περιγράφει μια συστημική τυπικότητα που συναντάται στο διεθνές σύστημα, χρησιμοποιείται σαν κανονιστική αρχή δόμησης του συστήματος των διεθνών σχέσεων.

Από την άλλη μεριά, η νεοφιλελεύθερη εμμονή στη συνεργασία (πριν και μετά την ‘ηγεμονία’) προδίδει μια προνομιούχα ευμένεια σε μορφές διεθνών σχέσεων, που έχουν κάποιο ‘θετικό’ περιεχόμενο. Παραβλέπεται, έτσι, το γεγονός ότι τα κράτη κάποτε όχι μόνον δεν συνεργάζονται, αλλά κάνουν συρράξεις και πολέμους μεταξύ τους,11 αλλά κι οι τυχούσες συνεργασίες τους ενδέχεται να είναι προσωρινές στρατηγικές που μακροπρόθεσμα αποβλέπουν στην ανατροπή των ισορροπιών. Το πρόβλημα εδώ είναι η προνομιούχα πρόκριση από μεριάς συστημικής της ανάπτυξης μορφών οργάνωσης, σαν την ομοφωνία, την ολοκλήρωση και τη συνένωση, που θεωρούνται ότι εκφράζουν τα λειτουργικά χαρακτηριστικά του συστήματος. Αντίθετα, η τάση της συστημικής είναι να απορρίπτει από το αναλυτικό της πρίσμα τις διαφωνίες, τις τεμαχοποιήσεις και τις διασπάσεις της ενότητας, στην καλύτερη περίπτωση θεωρώντας τες σαν παθολογικές ή δυσλειτουργικές αποκλίσεις ή παρεκτροπές.

Συμπληρωματικά, σ’ ορισμένες περιπτώσεις, κάποιοι από τους υπέρμαχους της εφαρμογής της θεωρίας της πολυπλοκότητας σ’ ανθρώπινα και κοινωνικά συστήματα, όπως στο μάνατζμεντ και στην επικοινωνία σ’ οργανώσεις, υπερασπίζονται εντελώς προκλητικά έναν αποπροσανατολιστικό κι αήθη ρόλο της θεωρίας αυτής. Για παράδειγμα, χαρακτηριστικές αυτού του αμοραλισμού είναι οι διαβεβαιώσεις του Bella ότι η θεωρία των πολύπλοκων συστημάτων στην κυριολεξία απαλλάσσει τις βιομηχανίες καπνού από την ενοχή για την εξαπάτηση του κοινού ως προς τους κινδύνους του καπνού:

Κείμενα που έχουν διαρρεύσει και δημόσιες καταθέσεις καταδεικνύουν μια εκτεταμένη παραποίηση των πληροφοριών στις βιομηχανίες καπνού. Το μοντέλο μας περιγράφει τέτοιες συμπεριφορές σαν αναδυόμενα αποτελέσματα, που δεν μπορούν να αναχθούν ή να εξηγηθούν ικανοποιητικά από την ατομική απάτη ή τον εσκεμμένο δόλο. Οι επικριτές της βιομηχανίας καπνού συχνά αποτυγχάνουν να εκτιμήσουν τον ρόλο της αυτο-οργάνωσης στα πολύπλοκα συστήματα. Προϋποθέτουν τον ορθολογιστικό σχεδιασμό. Κατά συνέπεια, υπονοούν ότι χρειάζεται πολύ περισσότερη σκόπιμη απάτη, εσκεμμένος σχεδιασμός και συνωμοσία για να εξηγηθούν οι παραποιήσεις που στην πραγματικότητα συνέβησαν. (Bella, 1997, σελ. 977-978)

Με τον τρόπο αυτή, μένοντας προσκολλημένη η συστημική προσέγγιση σε μια θετικιστική αντίληψη της κοινωνικής λειτουργικότητας, είτε προσπαθεί να αποκρύψει είτε δεν μπορεί να παρακολουθήσει τις πραγματικές εκπλήξεις του κοινωνικού γίγνεσθαι, αυτές τις καταστάσεις που η κλασική κοινωνιολογία περιγράφει σαν ‘μη αποσκοπούμενες (ή απρόβλεπτες) συνέπειες’ (Merton, 1936). Έτσι, στο πεδίο της μακροκοινωνιολογικής δυναμικής των διεθνών σχέσεων πολλές φορές τέτοιες (ενδεχομενικές και τυχαίες – contingent - μη αποσκοπούμενες κι απρόβλεπτες) μπορεί να είναι κάποιες από τις διεθνείς εξελίξεις, όπως, για παράδειγμα, οι διεθνείς πολιτικο-οικονομικές διαταράξεις κι οι κλυδωνισμοί που προκαλούνται από κάποια παιχνίδια στα διεθνή χρηματιστήρια αξιών. Παρότι πάλι η συστημική προσέγγιση (π.χ., των χαοτικών συστημάτων) προσπαθεί να ουδετεροποιήσει αυτές τις διακυμάνσεις παρουσιάζοντας τες, για παράδειγμα, σαν το αποτέλεσμα της ευαίσθητης εξάρτησης από το ανεπαίσθητο πέταγμα της πεταλούδας χιλιόμετρα μακριά (sic), οι πραγματικές αιτίες, που στις περιπτώσεις αυτές έχουν κοινωνικο-οικονομικές βάσεις, π.χ., η κερδοσκοπία, δύσκολα μπορούν να κρυφθούν. Στην πραγματικότητα λοιπόν, οι απροσδόκητες εκπλήξεις του κοινωνικού γίγνεσθαι, που μπορούν μέχρι και να ανατρέψουν διεθνή κοινωνικο-πολιτικά κι οικονομικά δεδομένα και να συλλάβουν εξαπίνης τους επιχειρησιακούς σχεδιασμούς, τις θετικιστικές προβλέψεις ή και τις αυτο-οργανωνούμενες σοφιστείες της συστημικής, είναι που προσδίδουν το ιδιαίτερο και χαρακτηριστικό της ενδιαφέρον στη μελέτη της κοινωνίας και της πολιτικής, δηλαδή, στις πραγματικές κοινωνικο-πολιτικές πολυπλοκότητες.

Κριτική του Νεοφιλελευθερισμού από τον Bourdieu

Παρότι το αντικείμενο των μελετών του γάλλου κοινωνιολόγου και καθηγητή στο Collège de France, του Pierre Bourdieu, δεν είναι οι Διεθνείς Σχέσεις, έχουν μεγάλο ενδιαφέρον οι σχετικές αναλύσεις του για το σύγχρονο φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, καθώς και το ρόλο του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού, που αποτελεί το θεωρητικό άλλοθι της παγκοσμιοποίησης.

Η θεωρητική αλλά και πρακτική παρέμβαση κι ενασχόληση του Bourdieu με τα πολιτικά, κοινωνικο-οικονομικά και πολιτιστικά θέματα, τα οποία ξεπροβάλλουν στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης, έχουν μια ιδιαίτερη αξία, που πρέπει να σχολιασθεί. Πρόκειται για μια σημαντική φωνή διαμαρτυρίας και κριτικής, η οποία αρθρώνεται από έναν διαπρεπή διανοούμενο-επιστήμονα κι υπερασπίζεται κάποιες πανανθρώπινες αξίες, όπως εκείνες που τονίζουν τη σημασία του επαπειλούμενου συλλογικού συμφέροντος στις παρούσες διεθνείς συνθήκες. Η προσπάθειά του είναι να αποκαλυφθεί η παραμορφωτική λειτουργία της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, η οποία, παρουσιάζοντας ως αναπόφευκτη τη νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων και φετιχοποιώντας τις οικονομικές πραγματικότητες, επιχειρεί να αναδιαρθρώσει τις κοινωνικές και πολιτιστικές σχέσεις μέσα από την κατάργηση των κατακτήσεων των κοινωνικών αγώνων, της απόσυρσης του κράτους και της γενικευμένης εμπορευματοποίησης. Το αποτέλεσμα αυτής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής είναι κατά τον Bourdieu η διαγραφόμενη τάση για την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης ενός ολοένα αυξανόμενου τμήματος του πληθυσμού κι η επιβάρυνση της σύγχρονης ζωής μ’ όλο και περισσότερες κοινωνικές ανασφάλειες και πολιτιστικές υποβαθμίσεις.

Η κριτική του Bourdieu ξεκινά από την ανησυχία του για την ευκολία με την οποία η νέα κυρίαρχη ιδεολογία προσπαθεί να επιβάλλει μια σειρά από ιδέες αφενός ως αναπόφευκτες (χωρίς να υπάρχει τίποτε που να μπορεί να τις αντιταχθεί) κι αφετέρου ως αυτονόητες (για να μην αμφισβητηθεί η υιοθέτησή τους ώστε να μείνουν καλά κρυμμένα τα πραγματικά κίνητρα). Βέβαια, για τον Bourdieu,

αυτό γίνεται σαν αποτέλεσμα ενός ολόκληρου έργου συμβολικής αποτύπωσης, κατά το οποίο δημοσιογράφοι και συνήθεις πολίτες συμμετέχουν παθητικά και, πάνω από όλα, ένας ορισμένος αριθμός διανοουμένων συμμετέχουν ενεργητικά (Bourdieu, 1998, σελ. 29). [Έτσι,] θεωρείται δεδομένο ότι η μέγιστη αύξηση, κι επομένως η παραγωγικότητα κι η ανταγωνιστικότητα, είναι ο υπέρτατος και μοναδικός στόχος των ανθρώπινων δραστηριοτήτων ή ότι στις οικονομικές δυνάμεις δεν μπορεί να υπάρξει αντίσταση. Ή πάλι - μια προϋπόθεση που είναι η βάση όλων των προϋποθέσεων των οικονομικών - γίνεται ένας ριζικός διαχωρισμός μεταξύ του οικονομικού και του κοινωνικού, το οποίο αφήνεται παραπέρα, εγκαταλελειμμένο στους κοινωνιολόγους, σαν ένα είδος απορρίμματος. (Ibid., σελ. 30-31)

Στην διαδικασία αυτή της κατασκευής ενός αυτονόητου, που δικαιολογεί τη λογική της οικονομικής εκμετάλλευσης, βλέπει ο Bourdieu να παίζει κρίσιμο ρόλο η επιβαλλόμενη γλώσσα, το χρησιμοποιούμενο λεξιλόγιο, με το οποίο οι σύγχρονοι πολίτες καθημερινά βομβαρδίζονται τόσο από τα μήντια όσο κι από θεωρούμενους έγκυρους πομπούς της επιστημονικής αλήθειας:

Μεταξύ των πολιτιστικών προϊόντων που τώρα διαχέονται σε παγκόσμια κλίμακα, τα πιο ύπουλα δεν είναι οι φαινομενικά συστηματικές θεωρίες (όπως του ‘τέλους της ιστορίας’ ή της ‘παγκοσμιοποίησης’) ή οι φιλοσοφικές απόψεις (ή εκείνες που αξιώνουν να είναι τέτοιες, σαν το ‘μεταμοντερνισμό’), καθώς αυτές είναι εύκολο να εντοπισθούν. Μάλλον είναι εκείνοι οι μεμονωμένοι και φαινομενικά τεχνικοί όροι, όπως ‘ευλυγισία’ (‘flexibilité,’ ή το αγγλικό ισοδύναμό του, ‘employability’), οι οποίοι, επειδή συνοψίζουν και μεταφέρουν μια ολόκληρη φιλοσοφία της ατομικής και της κοινωνικής οργάνωσης, ταιριάζουν καλά να λειτουργούν σαν αληθινές πολιτικές λέξεις-κώδικες και ρητά (στην περίπτωση αυτή: η συρρίκνωση κι η αμαύρωση του κράτους, η μείωση της κοινωνικής προστασίας κι η αποδοχή της γενίκευσης της περιστασιακής και πρόσκαιρης εργασίας σαν κάτι το πεπρωμένο, αν όχι και σαν ευεργέτημα). (Bourdieu & Wacquant, 1999, σελ. 42)

Για τον Bourdieu, το νόημα της παγκοσμιοποίησης βρίσκεται στο ότι αυτή αποτελεί ένα “νέο είδος της συντηρητικής επανάστασης [που] έλκεται τώρα από την πρόοδο, τον ορθό λόγο και την επιστήμη (οικονομικά σ’ αυτήν την περίπτωση)” (Bourdieu, 1998, σελ. 35). Αλλά στην πραγματικότητα, ενδιαφέρεται μόνο για το νόμο της αγοράς, δηλαδή, για το νόμο του ισχυρότερου:

Καθιερώνει και δοξάζει την βασιλεία αυτών που ονομάζονται χρηματιστικές αγορές, μ’ άλλα λόγια, την επιστροφή ενός είδους ριζοσπαστικού καπιταλισμού, χωρίς κανέναν άλλο νόμο πέραν του μέγιστου κέρδους, ενός αχαλίνωτου καπιταλισμού χωρίς καμιά μεταμφίεση, αλλά εξορθολογισμένου, ωθούμενου στα όρια της οικονομικής του αποτελεσματικότητας με την εισαγωγή σύγχρονων μορφών επικυριαρχίας, τέτοιων όπως της διοίκησης επιχειρήσεων (του μάνατζμεντ), και τεχνικών χειρισμού, τέτοιων όπως της έρευνας αγοράς, του μάρκετιν και της εμπορικής διαφήμισης. (Ibid., σελ. 35)

Με τον τρόπο αυτό, η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης διαπράττει, για τον Bourdieu, έναν περίτεχνο σφετερισμό του επιστημονικού έργου:

Ο Γαλιλαίος έλεγε ότι ο φυσικός κόσμος είναι γραμμένος στην γλώσσα των μαθηματικών. Οι νεοφιλελεύθεροι ιδεολόγοι μας θέλουν να πιστέψουμε ότι ο κοινωνικός κι οικονομικός κόσμος είναι δομημένοι με εξισώσεις. Εξοπλιζόμενος με τα μαθηματικά (και την δύναμη των μήντια) είναι που ο νεοφιλελευθερισμός έχει γίνει η υπέρτατη μορφή της συντηρητικής κοινωνιοδικίας, η οποία είχε αρχίσει να εμφανίζεται περίπου τριάντα χρόνια νωρίτερα σαν ‘το τέλος της ιδεολογίας,’ ή πιο πρόσφατα, σαν ‘το τέλος της ιστορίας.’ (Ibid., σελ. 35)

Ο Bourdieu περιγράφει ως εξής πώς πολιτικά λειτουργία η επιστημολογία των δήθεν ουδέτερων κι αντικειμενικών οικονομικών:

Η κηδεμονική αυτή θεωρία είναι το αποκύημα μιας καθαρής μαθηματικής φαντασίας, βασισμένης, από την αρχή σε μια τρομερή αφαίρεση (η οποία δεν οδηγεί, όπως θέλουν να πιστεύουν οι οικονομολόγοι που υποστηρίζουν το δικαίωμά τους στην αναπόφευκτη αφαίρεση, στο αποτέλεσμα, συστατικό κάθε επιστημονικού έργου, της κατασκευής του αντικειμένου σαν μια εσκεμμένα επιλεκτική σύλληψη του πραγματικού). Αυτή η αφαίρεση, στο όνομα μιας τόσο στενής όσο κι αυστηρής άποψης της ορθολογικότητας, που ταυτίζεται με την ατομική ορθολογικότητα, συνίσταται από την τοποθέτηση μέσα σε παρενθέσεις των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών των ορθολογικών διαθέσεων (κι ιδιαίτερα της υπολογιστικής διάθεσης, που εφαρμόζεται στα οικονομικά πράγματα κι αποτελεί το θεμέλιο της νεοφιλελεύθερης άποψης) και των οικονομικών και κοινωνικών δομών, που είναι η συνθήκη της ύπαρξής τους, ή, ακριβέστερα, της παραγωγής κι αναπαραγωγής αυτών των προδιαθέσεων κι αυτών των δομών. (…) Από αυτό το πρωταρχικό λάθος, που είναι εγγεγραμμένο στον Βαλρασιανό μύθο της ‘καθαρής θεωρίας,’ απορρέουν όλες οι παραλήψεις κι οι απλουστεύσεις του κλάδου των οικονομικών κι η μοιραία εμμονή, με την οποίαν μένει προσκολλημένη στην αυθαίρετη αντίθεση, που δημιουργεί με την ίδια της την ύπαρξη, μεταξύ της καθαρά οικονομικής λογικής, που βασίζεται στον ανταγωνισμό κι υπόσχεται αποτελεσματικότητα, και της κοινωνικής λογικής, που υπόκειται στον κανόνα της ισότητας. (Ibid., σελ. 94-95)

Έτσι, λοιπόν, θεωρώντας η νεοφιλελεύθερη πολιτική ότι αντλεί την επιστημολογική ορθότητά της και στηρίζοντας την θεωρητική δικαιολόγησή της (την ‘κοινωνιοδικία’ της) στο απόλυτο οικονομικό δόγμα, στη συνέχεια προχωρά να διαπράξει ένα άλλο αναγωγικό ατόπημα, “όταν αποτιμά το κόστος μιας πολιτικής, δεν υπολογίζει αυτό που ονομάζεται κοινωνικό κόστος” (Ibid., σελ. 39). Για το λόγο αυτό, ο Bourdieu πιστεύει ότι

ακόμη κι αν φανεί πολύ κυνικό, πρέπει να στρέψουμε εναντίον της κυρίαρχης οικονομίας τα δικά της όπλα και να επισημάνουμε ότι, στη λογική του καλώς εννοουμένου συμφέροντος, μια αυστηρά οικονομική πολιτική δεν είναι αναγκαστικά οικονομική - ως προς την ανασφάλεια προσώπων κι αγαθών κι, επομένως, και πολιτικής κλπ. Για την ακρίβεια, πρέπει να αμφισβητήσουμε ριζικά την οικονομική άποψη που εξατομικεύει τα πάντα, τόσο την παραγωγή όσο και την δικαιοσύνη ή την υγεία, το κόστος αλλά και το κέρδος, και ξεχνά ότι η αποτελεσματικότητα, για την οποία δίνει έναν περιοριστικό κι αφηρημένο ορισμό, ταυτίζοντάς την σιωπηλά με την οικονομική απόδοση, προφανώς εξαρτάται από τα αποτελέσματα, από τα οποία μετράται, τα οικονομικά οφέλη των μετόχων και των επενδυτών, όπως σήμερα, ή την ικανοποίηση των πελατών και των χρηστών ή, γενικότερα, την ικανοποίηση και την ευημερία των παραγωγών, των καταναλωτών και, τελικά, του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού. (Ibid., σελ. 39-40)

Αντίθετα όμως εκείνο που ο Bourdieu παρατηρεί να γίνεται είναι ότι η νεοφιλελεύθερη πολιτική υλοποιεί “ένα πρόγραμμα μεθοδικής καταστροφής του συλλογικού,” εφόσον “τα νεοκλασικά οικονομικά αναγνωρίζουν μόνο άτομα, ανεξάρτητα από το αν αναφέρονται σ’ εταιρίες, συνδικάτα ή οικογένειες.” Έτσι,

Η κίνηση, που κατέστη δυνατή από την πολιτική της οικονομικής απορύθμισης, προς τη νεοφιλελεύθερη ουτοπία μιας καθαρής και τέλειας αγοράς επιτυγχάνεται με την δράση του μετασχηματισμού αλλά, πρέπει να πούμε, και της καταστροφής όλων των πολιτικών μέτρων (με το πιο πρόσφατο παράδειγμα να είναι το MAI [Multilateral Agreement on Investment], η Πολυμερής Συμφωνία για τις Επενδύσεις, που αποσκοπεί να προστατέψει τις ξένες εταιρίες και τις επενδύσεις τους απέναντι στα εθνικά κράτη), με στόχο την αμφισβήτηση όλων των συλλογικών δομών, που μπορούν να εμποδίσουν τη λογική της καθαρής αγοράς: Το εθνικό κράτος, του οποίου τα περιθώρια ελιγμών σταθερά μειώνονται. Τις εργασιακές ομάδες, για παράδειγμα, με την εξατομίκευση των μισθών και των επαγγελμάτων στην βάση της ατομικής απόδοσης και με τη συνεπαγόμενη κονιορτοποίηση των εργατών. Τα συλλογικά όργανα που υπερασπίζονται το δίκιο του εργάτη, συνδικάτα, ενώσεις, συνεταιρισμοί. Ακόμη και την οικογένεια, που με τη συγκρότηση της αγοράς από ηλικιακές ομάδες χάνει μέρος του ελέγχου της στην κατανάλωση. (Ibid., σελ. 96)

Ειδικότερα ως προς το κράτος, ο Bourdieu σημειώνει ότι:

Η αντίσταση στο νεοφιλελεύθερο δόγμα και πολιτική είναι μεγαλύτερη σε χώρες όπου οι κρατικές παραδόσεις υπήρξαν ισχυρότερες. Κι αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι το κράτος υφίσταται σε δυο μορφές: στην αντικειμενική πραγματικότητα, με τη μορφή ενός συνόλου θεσμών, όπως κανόνων, πρακτικών, λειτουργιών κλπ., κι επίσης στο μυαλό των ανθρώπων. (…) Το κράτος, σε κάθε χώρα, είναι σε κάποιο βαθμό το ίχνος που αφήνουν στην πραγματικότητα οι κοινωνικές κατακτήσεις. (…) Και το κράτος επίσης υπάρχει στα μυαλά των εργατών με τη μορφή του υποκειμενικού νόμου (‘είναι το δικαίωμά μου,’ ‘δεν μπορούν να το κάνουν σε μένα’), συνδεδεμένο με τα ‘κεκτημένα δικαιώματα’ (‘acquis sociaux’) κλπ. (…) Το κράτος είναι μια διφορούμενη πραγματικότητα. Δεν αρκεί να λέμε ότι είναι όργανο στα χέρια της άρχουσας τάξης. Το κράτος βέβαια δεν είναι πλήρως ουδέτερο, πλήρως ανεξάρτητο των κυρίαρχων δυνάμεων της κοινωνίας αλλά, όσο παλιότερο είναι κι όσο ευρύτερες είναι οι κοινωνικές πρόοδοι που έχει ενσωματώσει, τόσο είναι περισσότερο αυτόνομο. Είναι πεδίο μάχης (για παράδειγμα, μεταξύ των οικονομικών υπουργείων και των καταναλωτικών υπουργείων που ασχολούνται με κοινωνικά θέματα). Για να αντισταθεί στην εσωστρέφεια του κράτους, με άλλα λόγια, στην οπισθοδρόμηση προς ένα ποινικό κράτος, που ενέχεται στην καταπίεση και προοδευτικά εγκαταλείπει τις κοινωνικές λειτουργίες της εκπαίδευσης, της υγείας, της ευημερίας κοκ., το κοινωνικό κίνημα μπορεί να βρει στήριγμα σ’ εκείνους που είναι υπεύθυνοι για τις κοινωνικές πολιτικές, που συντονίζουν την οργανωτική βοήθεια προς τους μακροπρόθεσμα άνεργους, ανησυχούν για την διάλυση της κοινωνικής συνοχής, για την ανεργία κλπ. κι αντιτίθενται στους οικονομικούς κύκλους, που το μόνο που θέλουν ν’ ακούν είναι για τις δεσμεύσεις της ‘παγκοσμιοποίησης.’ (Ibid., σελ. 33-34)

Έτσι, ο Bourdieu οδηγείται να προτείνει να δοθεί πολιτική “προτεραιότητα στον αγώνα εναντίον της αποδυνάμωσης του κράτους.” Και σημειώνει:

Είναι για το συμφέρον των επικυριαρχούμενων κοινωνικών ομάδων να υπερασπισθούν το κράτος κι ιδιαίτερα τις κοινωνικές πλευρές του. Αυτή η υπεράσπιση του κράτους δεν εμπνέεται από τον εθνικισμό. Ενώ κανείς μπορεί να αγωνίζεται εναντίον του εθνικού κράτους, πρέπει να υπερασπισθεί τις ‘καθολικές’ λειτουργίες που το κράτος θεραπεύει, οι οποίες εξ ίσου καλά, ή και καλύτερα, μπορούν να θεραπευτούν από ένα υπερεθνικό κράτος. (…) [Δ]εν πρέπει λοιπόν να αγωνισθούμε για την δημιουργία ενός υπερεθνικού κράτους, σχετικά αυτόνομου ως προς τις διεθνείς οικονομικές δυνάμεις κι ως προς τις εθνικές πολιτικές δυνάμεις κι ικανού να αναπτύξει την κοινωνική διάσταση των Ευρωπαϊκών θεσμών; (…) Ιστορικά, το κράτος υπήρξε μια δύναμη εξορθολογισμού, αλλά τέτοια που είχε τεθεί στην υπηρεσία των κυρίαρχων δυνάμεων. Για να αποφευχθεί αυτό, δεν αρκεί η καταγγελία των τεχνοκρατών των Βρυξελλών. Θα πρέπει να ανακαλύψουμε ένα νέο είδος διεθνισμού, τουλάχιστον στο επίπεδο των περιοχών της Ευρώπης, που θα μπορούσε να δώσει μια εναλλακτική λύση ως προς το εθνικιστικό πισωγύρισμα, το οποίο, σαν αποτέλεσμα της κρίσης, απειλεί σε κάποιο βαθμό όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες. (…) Θα πρέπει, επομένως, να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε τις οργανωτικές βάσεις για έναν αληθινά κριτικό διεθνισμό ικανό να αντιπαρατεθεί πραγματικά στο νεοφιλελευθερισμό. (Ibid., σελ. 40-42)

Σημειώσεις

  1. Αντίστοιχα με τη συντομογραφία IR της αγγλικής ονομασίας του κλάδου, International Relations.
  2. Ακολουθούμε, σε γενικές γραμμές, τους ορισμούς του Chris Brown στο βιβλίο του (1997) με την ονομασία Understanding International Relations (Κατανοώντας τις Διεθνείς Σχέσεις), που αποτελεί μια πολύ κατατοπιστική εισαγωγή στον κλάδο αυτό.
  3. Για μια σύγχρονη ανάλυση της φιλελεύθερης θεωρίας των διεθνών σχέσεων, μπορείτε να δείτε Moravcsik (1997).
  4. Μεταξύ των θεμελιωτών του κλασικού ρεαλισμού θεωρούνται οι Morgenthau (1948/1973) και Carr (1939).
  5. Με τον όρο 'μαλακή δύναμη' ('soft power') εννοείται η ικανότητα επίτευξης επιθυμητών στόχων στις διεθνείς υποθέσεις μέσω έλξης παρά πιέσεων (Nye, 1990).
  6. Επειδή οι δυο τελευταίες ομάδες προσεγγίσεων (οι ολιστικές-υλιστικές κι οι κονστρουκτιβιστικές θεωρίες ΔΣ) χρήζουν μιας ιδιαίτερης αναλυτικής εξέτασης, για να γίνουν πλήρως κατανοητές, εδώ θα τις αναφέρουμε μόνο επιγραμματικά.
  7. Πέρα όμως από χάος και πολυπλοκότητα, ο James Rosenau (1990) χρησιμοποιεί και την έννοια της τύρβης για τις διεθνείς σχέσεις, όχι τόσο μεταφορικά όσο αναλυτικά, εννοώντας μ' αυτήν μια κατάσταση υψηλής πολυπλοκότητας, ταραχώδους δυναμισμού και περίπλοκων διασυνδέσεων.
  8. Είναι, δηλαδή, αυτό που στην θεωρία των μεταφορών ονομάζεται 'λανθάνουσες μεταφορές' - 'dormant metaphors' (Lakoff & Johnson, 1980, Tsoukas, 1991).
  9. Για τον Cederman (1997), το κυρίαρχο παράδειγμα στις διεθνείς σχέσεις στην περίοδο πριν το τέλος του ψυχρού πολέμου ήταν εκείνο της ευστάθειας, ενώ στην επακόλουθη περίοδο έγινε η πολυπλοκότητα (δείτε επίσης και Mesjasz, 1995).
  10. Για παράδειγμα, σ' ένα σχετικά πρόσφατο κείμενο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διακηρύσσεται ότι "η πολυπλοκότητα αποτελεί την επιστήμη της Κοινωνίας της Πληροφορίας" κι, άρα, και της Νέας Οικονομίας (SINE, 2000).
  11. Εδώ πρέπει να πούμε ότι υπάρχουν θεωρίας του πολέμου εμπνευσμένες από τη μη γραμμική δυναμική και το χάος (δείτε Richardson, 1960, Epstein, 1997, Saperstein, 1995, Wolfson et al., 1992).

Αναφορές

Axelrod, R. (1984). The Evolution of Cooperation. New York: Basic Books.

Bella, D.A. (1997). “Organized complexity in human affairs: The tobacco industry.” Journal of Business Ethics, 16(10), 977-999.

Bourdieu, P. (1998). Acts of Resistance: Against the Tyranny of the Market. New York: The New York Press.

Bourdieu, P. and L. Wacquant (1999). “On the Cunning of Imperialist Reason.” Theory, Culture & Society, Vol. 16(1), 41-58.

Brown, C. (1997). Understanding International Relations. London: Macmillan.

Bull, H. (1977). The Anarchical Society. New York: Columbia University Press.

Burton, J.W. (1972). World Society. Cambridge: Cambridge University Press.

Carr, E.H. (1939). The Twenty Years Crisis, 1919-1939. London: Macmillan.

Cederman, L.-E. (1997). Emergent Actors in World Politics: How States & Nations Develop & Dissolve. Princeton: Princeton University Press.

Connolly, W.E. (1991). Identity/Difference: Democratic Negotiations of Political Paradox. Ithaca: Cornell University Press.

Der Derian, J. (1992). Antidiplomacy: Spies, Terror, Speed and War. Oxford: Blackwell.

Epstein, J.M. (1997). Nonlinear Dynamics, Mathematical Biology, and Social Science. Reading, MA: Addison-Wesley.

Gill, S. (ed.) (1993). Gramsci, Historical Materialism and International Relations. Cambridge: Cambridge University Press.

Keohane, R.O. (1984). After Hegemony: Cooperation and Discord in the World Political Economy. Princeton: Princeton University Press.

Keohane, R.O. & J.S. Nye (1977/1989). Power and Interdependence, 2nd edition. New York: Longman.

Krasner, S.D. (ed.) (1983). International Regimes. Ithaca: Cornell University Press.

Lakoff, G. and M. Johnson (1980). Metaphors We Live By. Chicago: University of Chicago Press.

Latour, B. (1984/1988). The Pasteurization of France. Cambridge, MA: Harvard University Press.

Lilienfeld, R. (1978). The Rise of Systems Theory: An Ideological Analysis. New York: John Wiley & Sons.

Merton, R. (1936). “The unanticipated consequences of purposive social action.” American Sociological Review, 1, 894-904.

Mesjasz, C. (1995). “Stability, Turbulence, Chaos?: Systems Analogies and Metaphors, and Change in Contemporary World Politics.” Paper presented to the Conference ‘Einstein Meets Magritte,’ Brussels, May 29 – June 3, 1995.

Moravcsik, A. (1997). “Taking preferences seriously: A liberal theory of international politics.” International Organization, 51, 513-553.

Morgenthau, H.J. (1948/1973). Politics Among Nations, 5th edition. New York: Alfred P. Knopf.

Nye, J.S., Jr. (1990). Bound to Lead: The Changing Nature of American Power. New York: Basic Books.

Nye, J.S., Jr. and W.A. Owens (1996). “America’s Information Edge.” Foreign Affairs, 75(2), 20-36.

Peterson, V.S. (ed.) (1992). Gendered States: Feminist (Re)Visions of International Relations Theory. Boulder: Lynne Reinner.

Poulantzas, N. (1975). Classes in Contemporary Capitalism. London: New Left Books.

Richardson, L.F. (1960). Arms and Insecurity: A Mathematical Study of the Causes and Origins of War. Pittsburgh: Boxwood Press.

Rosenau, J.N. (1990). Turbulence in World Politics: A Theory of Change and Continuity. Princeton: Princeton University Press.

Saperstein, A.M. (1995). “War and chaos.” American Scientist, Nov./Dec. 1995, 548-557.

SINE (2000). EU document prepared jointly by Eurostat and the IST Programme (DGXIII) aiming to kickstart the process of preparing projects on Statistical Indicators and the New Economy.

Tickner, J.A. (1992). Gender in International Relations. New York: Columbia University Press.

Tsoukas, H. (1991). “The missing link: A transformational view of metaphors in organizational science.” Academy of Management Review, 16(3), 566-585.

Walker, R.B.J. (1993). Inside/Outside: International Relations as Political Theory. Cambridge: Cambridge University Press.

Wallerstein, I. (1974/1980/1989). The Modern World System, Vols. I, II, and III. London: Academic Press.

Waltz, K.N. (1979). Theory of International Politics. Reading, MA: Addison-Wesley.

Wendt, A. (1999). Social Theory of International Politics. Cambridge: Cambridge University Press.

Wolfson, M., A. Puri and M. Martinelli (1992). “Chaotic behaviour in international conflict. ” Journal of Conflict Resolution, 36(1), 119-149.