Εργασία που παρουσιάθηκε στο
στο πλαίσιο της σειράς διαλέξεων
"Κοινωνία της Πληροφορίας: Όψεις και Προοπτικές"
Κύπρος, Νοέμβριος 1996

 

ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥ
ΚΥΒΕΡΝΟΧΩΡΙΚΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ:

Από την Κυβερνητική ως τα Cyborgs


Μωυσή Α. Μπουντουρίδη

mboudour@duth.gr
http://www.duth.gr/~mboudour/


Περίληψη. Στη σημερινή εποχή της πληροφορικής και των δικτύων των ηλεκτρονικών μέσων και των ψηφιακών επικοινωνιών, με τον όρο “κυβερνοχώρο” συνηθίζεται να αποδίδεται μεταφορικά η διαμορφούμενη πραγματικότητα από τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που από κοινού συμπεριλαμβάνει ανθρώπους και πληροφορία σε τεχνητά-δυνητικά (virtual) περιβάλλοντα και σε δίκτυα επικοινωνιών μέσω υπολογιστών. Παρότι ο όρος αυτός προέρχεται από το λογοτεχνικό είδος της επιστημονικής φαντασίας (Gibson, 1984), η ονομασία του όρου προδίνει την κύρια επιστημονική περιοχή που συνέβαλε στην διαμόρφωση του εννοιολογικού περιεχομένου του κυβερνοχώρου, την Κυβερνητική. Στο παρόν κείμενο γίνεται μια προσπάθεια να εξερευνηθεί η ιστορία του κυβερνοχώρου ακολουθώντας τις βασικές εξελίξεις που επιτελέσθηκαν μεταπολεμικά στην κυβερνητική. Κάτω λοιπόν από το φως των επιστημονικών-τεχνολογικών αυτών εξελίξεων, η σημερινή έννοια του κυβερνοχώρου μπορεί να γίνει κατανοητή σαν μια μετατόπιση του παραδείγματος (Kuhn) στην εν λόγω επιστήμη. Με την διαφορά ότι το νέο παράδειγμα δεν εμφανίζεται να προέκυψε από καμιά απότομη επαναστατική επιστημολογική τομή στο εσωτερικό αυτής της επιστήμης. Αντίθετα, η έννοια του κυβερνοχώρου φαίνεται να αναδύεται από αλληλοεπικαλυπτόμενες στρωματώσεις κάποιων ιδεών που αναπτύσσονταν στο εσωτερικό της κυβερνητικής.

Εισαγωγή

Ο όρος “κυβερνοχώρος” έχει πλέον εγγραφεί στο καθημερινό μας λεξιλόγιο στις δύο τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Γενικώς μπορεί κανείς να πει ότι αναφέρεται σε μια συμπλοκή του πραγματικού χώρου (ή καλύτερα του φυσικού- κοινωνικού χώρου, στον οποίο βιώνεται η φυσική-κοινωνική πραγματικότητα) με τις διαμορφούμενες νέες τεχνολογικές προοπτικές (ή καλύτερα με κάποιες τεχνολογικές δυνατότητες, που είτε έχουν ήδη υλοποιηθεί είτε τώρα αναπτύσσονται ή ακόμη αποτελούν προϊόν της φαντασίας).

Αρχικά η λέξη “κυβερνοχώρος” (cyberspace) επινοήθηκε το 1984 από τον William Gibson, συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας και ειδικότερα ενός από τους πρωτοπόρους του είδους της επιστημονικής λογοτεχνίας με την ονομασία “κυβερνοπάνκ” (cyberpunk). Με τον “κυβερνοχώρο” προσπαθούσε ο Gibson να αποδώσει το όραμά του για ένα παγκόσμιο δίκτυο υπολογιστών που συνενώνει ανθρώπους και πληροφορία, μηχανές προγράμματα και δεδομένα, και σχηματίζει το υλικό υπόβαθρο, μέσα στο οποίο πραγματοποιείται η κίνηση (πλοήγηση) σε έναν αλληλεπιδραστικό δυνητικό κοινωνικό χώρο. Για παράδειγμα, γράφει ο Gibson στο βιβλίο του “Νευρομάντης” (Neuromancer): “Κυβερνοχώρος. Μια συναινετική παραίσθηση (consensual hallucination) την οποίαν ζουν καθημερινά εκατομμύρια νόμιμοι χειριστές σε κάθε χώρα και παιδιά που μαθαίνουν τις μαθηματικές έννοιες… Μια γραφική αναπαράσταση των δεδομένων που προέρχονται από το σύνολο όλων των υπολογιστών του κόσμου. Αδιανόητη πολυπλοκότητα. Γραμμές φωτός που διασχίζουν το ά-χωρο (nonspace) του νου, συμπλέγματα και αστερισμοί δεδομένων. Σαν τα φώτα της πόλης που τρεμοσβήνουν” (Gibson 1984).

Η ετυμολογία της λέξης “κυβερνοχώρος” φανερώνει την ιστορία του, προδίνει την προέλευση της έννοιας αυτής. Το κύριο συστατικό της σύνθετης αυτής λέξης, το πρόθεμα “κυβερνό-,” προέρχεται από την “Κυβερνητική” (Cybernetics) του Norbert Wiener, ενός όρου με προέλευση από το ρήμα “κυβερνώ,” με τον οποίον ο Wiener ονομάτησε το 1948 τις θεωρίες του ελέγχου της ροής πληροφοριών μεταξύ ζώντων ή τεχνητών επικοινωνούντων συστημάτων (Wiener, 1948a).

Στο παρόν κείμενο γίνεται μια προσπάθεια να εξερευνηθεί η ιστορία του κυβερνοχώρου ακολουθώντας τις βασικές εξελίξεις που επιτελέσθηκαν μεταπολεμικά στην κυβερνητική. Για το σκοπό αυτό, στα όσα έπονται, θα παρακολουθήσουμε τις φάσεις από τις οποίες πέρασε η ανάπτυξη της επιστημονικής περιοχής της κυβερνητικής, από την εποχή του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου ως πρόσφατα. Παράλληλα με την αναδρομή στην εξέλιξη των κυβερνητικών θεωριών, θα προσπαθήσουμε να διευρευνήσουμε τον τρόπο με τον οποίον υλοποιήθηκε η σχέση ανθρώπου-μηχανής στις τεχνολογίες που αναπτύχθηκαν από τις θεωρίες αυτές. Πιο συγκεκριμένα, θα προβληματισθούμε πάνω στην τεχνολογία της δυνητικής πραγματικότητας (virtual reality) και θα συζητήσουμε το μεταφορικό σχήμα των cyborgs, στην έννοια του οποίου μπορεί να εντοπισθεί μεγάλο τμήμα της μεταμοντέρνας υποκειμενικότητας της κυβερνοχωρικής εποχής.

Στο φως των επιστημονικών-τεχνολογικών αυτών εξελίξεων, η σημερινή έννοια του κυβερνοχώρου μπορεί να γίνει κατανοητή σαν μια μετατόπιση του παραδείγματος (Kuhn) στην κυβερνητική. Με την διαφορά ότι το νέο παράδειγμα δεν εμφανίζεται να προέκυψε από καμιά απότομη επαναστατική επιστημολογική τομή στο εσωτερικό αυτής της επιστήμης. Αντίθετα, η έννοια του κυβερνοχώρου φαίνεται να αναδύεται από αλληλοεπικαλυπτόμενες στρωματώσεις κάποιων ιδεών που αναπτύσσονταν στο εσωτερικό της κυβερνητικής. Είναι η δυναμική της διαπλοκής και της σύνθεσης των ιδεών αυτών που σκιαγραφείται στο παρόν κείμενο. Μια ουσιαστική ιστορική αναδρομή στα επιστημονικά θεμέλια του κυβερνοχώρου, για την κατανόηση των οριζόντων του τεχνο-πολιτιστικού μέλλοντός μας.

Η Κλασική Κυβερνητική

Τα χρόνια της δεκαετίας του ’40, κατά την διάρκεια και ακριβώς μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, έχουν σημαδεύσει την εξέλιξη των επιστημών με την παραγωγή νέων θεωριών και νέων τεχνολογιών που στόχευαν να λύσουν τα μεγάλα προβλήματα της εποχής εκείνης. Μέσα στην πολεμική ατμόσφαιρα της εποχής, σχεδόν όλες οι επιστημονικές και τεχνολογικές αυτές εξελίξεις συσχετίζονταν κατά κάποιο τρόπο με στρατιωτικές έρευνες που γίνονταν στις ΗΠΑ από κοινού μεταξύ στρατού και πανεπιστημιακών κέντρων. Κι αυτός ίσως να ήταν ένας παράγοντας που ευνόησε μια εντατικοποιημένη παραγωγή της νέας γνώσης, παρότι, όπως υποστηρίζουν πολλοί μελετητές, δημιούργησε μια πολιτικά βεβαρημένη υποθήκη για τις επερχόμενες δεκαετίες. Π.χ., για τον Paul Edwards, μπορούν να αναζητηθούν στην πολεμική τεχνογνωσία της περιόδου αυτής οι γνωσιολογικές ρίζες της επικράτησης του κοινωνικοπολιτικού μοντέλου του “κλειστού κόσμου” της ψυχροπολεμικής εποχής (Edwards, 1996).

Από μια όμως άλλη πλευρά, η στρατιωτική επιστημονική διαμεσολάβηση της δεκαετίας του ’40, αναγκαστικά υιοθετόντας μια μεγαλόπνοη προοπτική, φαίνεται να προσανατόλισε την οργάνωση του επιστημονικού έργου προς κάποιες πρακτικά και επιστημολογικά γόνιμες κατευθύνσεις. Αυτές ήταν κυρίως οι μεγάλες διακλαδικές, ενδο-δια-επιστημονικές συζεύξεις για μια πληρέστερη αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων μιας πολύπλοκης πραγματικότητας. Ένας από τους μεγάλους πρωταγωνιστές της περιόδου αυτής, ο Warren Weaver, έγραφε το 1949 για την αντιμετώπιση της “οργανωμένης πολυπλοκότητας”: “Αυτά τα νέα προβλήματα, και το μέλλον του κόσμου εξαρτάται από πολλά από αυτά, απαιτούν να κάνει η επιστήμη μια τρίτη μεγάλη πρόοδο, μια πρόοδο που θα πρέπει να είναι ακόμη πιο μεγάλη από την επίλυση του δεκάτου εννάτου αιώνα των προβλημάτων της απλότητας ή του εικοστού αιώνα της ανοργάνωτης πολυπλοκότητας. Η επιστήμη πρέπει, για τα επόμενα 50 χρόνια, να μάθει να ασχολείται με αυτά τα προβλήματα της οργανωμένης πολυπλοκότητας. … Από τις αμαρτίες του πολέμου προβάλουν δυο νέες εξελίξεις που θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν μείζουσα σημασία βοηθώντας την επιστήμη να λύσει αυτά τα πολύπλοκα προβλήματα του εικοστού αιώνα. Η πρώτη ένδειξη αφορά την ανάπτυξη τον καιρό του πολέμου νέων τύπων ηλεκτρονικών υπολογιστικών μηχανημάτων. … Η δεύτερη από τις προόδους που επιτελέσθηκαν τον καιρό του πολέμου είναι η “μικτή-ομαδική” προσέγγιση της επιχειρησιακής ανάλυσης. … (Και οι δυο) είναι γνωστές σε όσους ασχολούνταν με την εφαρμογή μαθηματικών μεθόδων σε στρατιωτικά θέματα” (Weaver, 1949).

Ο Norbert Wiener ήταν ένας από τους μαθηματικούς που ασχολείτο με τέτοια θέματα. Δίδασκε μαθηματικά στο MIT από το 1919. Αλλά λίγα χρόνια μετά την άφιξή του στην Βοστώνη άρχισε να συνεργάζεται με τον νευροφυσιολόγο Arturo Rosenblueth της Ιατρικής Σχολής του Harvard σε μια ερευνητική προσπάθεια, που με την βοήθεια του νεαρού μηχανικού Julian Bigelow, οδήγησε το 1940 στην ανάπτυξη αυτοματισμών αντι-αεροπορικών οπλικών συστημάτων. Οι καρποί της συνεργασίας αυτής θεωρούνται ότι άνοιξαν το έδαφος για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της “οργανωμένης πολυπλοκότητας,” αναπτύσσοντας μια καινούργια επιστημονική περιοχή, στην οποία ετίθετο ένα κοινό μεθοδολογικό πλαίσιο ανάλυσης διαφορετικών συστημάτων συμπεριφοράς, ανθρώπων, ζώων και μηχανών.

Δυο θεωρούνται ότι είναι οι πρώτες δημοσιεύσεις που εγκαινίασαν την καινούργια επιστημονική περιοχή. Και οι δυο εμφανίσθηκαν το 1943. Η μια ήταν η εργασία των Arturo Rosenblueth, Norbert Wiener και Julian Bigelow με τίτλο “Συμπεριφορά, Σκοπός και Τελεολογία” (Rosenblueth et al., 1943), στην οποία έβγαινε η ιδέα ότι και κάποιες κατάλληλα σχεδιασμένες μηχανές μπορούν να εκδηλώσουν δραστηριότητες επιδίωξης στόχου και σκοπιμότητας. Την ίδια χρονιά, ο νευροφυσιολόγος Warren McCulloch και ο μαθηματικός της θεωρίας της λογικής Walter Pitts δημοσίευαν μια περισσότερο ρηξικέλευθη εργασία με τίτλο “Ένας Λογικός Λογισμός των Ιδεών που Ενυπάρχουν στη Νευρική Δραστηριότητα” (McCulloch & Pitts, 1943), στην οποία ανέπτυσσαν την θεωρία τους για την δημιουργία των ιδεών στον έγκεφαλο σαν αποτέλεσμα της δραστηριότητας ενός δικτύου νευρώνων. Με τις δύο αυτές δημοσιεύσεις άρχισε ένα ολόκληρο ερευνητικό πρόγραμμα, του οποίου σκοπός ήταν η ανάπτυξη μηχανών που θα μπορούσαν να μιμηθούν τουλάχιστον κάποια από τα στοιχεία της ανθρώπινης νοημοσύνης. Και η στρατηγική του ερευνητικού προγράμματος ήταν η μελέτη του νευρικού συστήματος, η δημιουργία μιας τυπικής θεωρίας της ανθρώπινης νόησης και η εφαρμογή της θεωρίας αυτής στον σχεδιασμό νοημόνων μηχανών (αυτομάτων).

Η περιοχή που άνοιγε με αυτό το ερευνητικό πρόγραμμα ονομάσθηκε από τον Wiener Κυβερνητική - Cybernetics στο θεμελιώδους αξίας βιβλίο του, του οποίου ο τίτλος προδιαγράφει τα όρια ισχύος του νέου αυτού όρου: “Κυβερνητική ή Έλεγχος και Επικοινωνία σε Ζώα και Μηχανές” (Wiener, 1948a). Ο όρος αυτός είναι φυσικά ένας νεολογισμός, που ο Wiener κατασκεύασε από την ελληνική λέξη “κυβερνήτης,” για να δώσει έμφαση στο γεγονός ότι η νέα επιστήμη αφορά την κυβέρνηση, με την ένοια της διεύθυνσης ή της ρύθμισης, δηλαδή, του ελέγχου και της επικοινωνίας (όπως λέει ο τίτλος του βιβλίου του) συστημάτων ζώντων οργανισμών και μηχανών κατασκευασμένων από τον άνθρωπο. Περιορίζοντας την ισχύ του όρου στα πολιτικά συστήματα διοίκησης μιας κοινωνίας, οι απαρχές της ελληνικής αυτής λέξης φθάνουν στην Πλατωνική σύγκριση της “τέχνης του κυβερνάν” την πόλη σε αναλογία με ένα σκάφος. Τον 19ο αιώνα, η γαλλική μεταφορά του όρου, “cybernιtique,” είχε ήδη χρησιμοποιηθεί από τον Γάλλο φυσικό Andrι-Marie Ampθre για να ταξινομηθεί η πολιτική “επιστήμη της διακυβέρνησης” μεταξύ των λοιπών επιστημών (Ampθre, 1843). Στα αγγλικά, ο όρος “governor” (που αποτελεί παραφθορά της ελληνικής λέξης “κυβερνήτης”) είχε κι αυτός χρησιμοποιηθεί από τον Λόρδο Clerk Maxwell το 1868 για τον “ρυθμιστή” της ταχύτητας των ατμομηχανών (όπως αναγνωρίζει ο ίδιος ο Wiener στο βιβλίο του) σύμφωνα με τη σχετική ανακάλυψη των James Watt και Matthew Boulton το 1788.

Οι Rosenblueth, Wiener, Bigelow, McCulloch και Pitts απετέλεσαν τον αρχικό πυρήνα γύρω από τους οποίους σχηματίσθηκε στην δεκαετία του ’40 μια πολύ ισχυρή ομάδα, που δούλευε στις κατευθύνσεις του νέου ερευνητικού προγράμματος. Επιπλέον, ο Wiener είχε κατορθώσει να πείσει να ενδιαφερθεί για τα προβλήματα της κυβερνητικής ο φίλος του μεγάλος μαθηματικός John von Neumann, που την εποχή εκείνη προσέφερε μια σημαντική συμβολή στην κατασκευή του ENIAC, του πρώτου υπολογιστικού συστήματος. Η ομάδα της κυβερνητικής είχε καθιερώσει μια σειρά από επιστημονικές συναντήσεις με ανάδοχο το Ίδρυμα Josiah Macy από το 1946 ως το 1953. Για πέντε από τις συνεδριάσεις Macy εκδόθηκαν τα πρακτικά υπό την επιμέλεια του Heinz von Foerster (von Foerster, 1949-55). Τα συνέδρια αυτά είχαν έλξει επιστήμονες κι από άλλες περιοχές πέρα από τις φυσικές επιστήμες, όπως, μεταξύ πολλών άλλων, την ανθρωπολόγο Margaret Mead, τον κοινωνιολόγο Gregory Bateson και τον οικονομολόγο Oskar Morgenstern. Πολλές λεπτομέρειες και άλλες πληροφορίες για την ιστορία της πρώτης περιόδου της Κυβερνητικής και τα συνέδρια Macy έχουν καταγραφεί από τον Steve Heims στο σχετικό βιβλίο του (Heims, 1991).

Την περίοδο λοιπόν 1945-1960, που είναι η περίοδος της κλασικής κυβερνητικής ή, όπως αργότερα ονομάσθηκε αλλιώς από τον von Foerster “κυβερνητική πρώτης τάξης,” τίθενται τα θεμέλια της νέας αυτής επιστήμης. Τότε, σχηματίζεται το διεπιστημονικό σώμα ενός νέου τρόπου αντιμετώπισης πολύπλοκων προβλημάτων, στα πλαίσια του οποίου από κοινού άνθρωποι, ζώα και μηχανές θεωρούνται ότι αποτελούν τους κοινούς παρανομαστές που συγκροτούν βρόγχους ανατροφοδότησης, επικοινωνούν με μια διαρκή ροή μεταβιβαζόμενων μηνυμάτων και αναπτύσσουν συμπεριφορές επιδίωξης σκοπών. Στο πρακτικό επίπεδο, η έμφαση και η προτεραιότητα δίνονται στην τεχνολογία των συστημάτων ελέγχου που στηρίζονται στην έννοια της ανατροφοδότησης. Γενικώς, με την έννοια αυτή περιγράφεται η ροή της πληροφορίας που επανέρχεται στην πηγή της σε μια κυκλική αιτιώδη διεργασία, στην οποία η έξοδος του συστήματος επιστρέφεται στην είσοδό του σχηματίζοντας έναν βρόγχο, όπου ενδεχομένως να ενέχονται και άλλα συστήματα. Ειδικότερα, στην περίοδο αυτή της κυβερνητικής πρώτης τάξης, το ενδιαφέρον στρέφεται σε βρόγχους αρνητικής ανατροφοδότησης, δηλαδή, ανατροφοδότησης μείωσης της απόκλισης ή του λάθους, στους οποίους η απόδοση ή η έξοδος του συστήματος συγκρίνεται πρώτα με κάποια προκαθορισμένη επιθυμητή τιμή και στη συνέχεια ενεργοποιείται κάποια διόρθωση για την ελλάτωση της απόκλισης από τον προδιαγεγραμμένο στόχο.

Η ανατροφοδότηση στα κυβερνητικά συστήματα μπορεί κάλλιστα να εμφανισθεί και σαν μια διεργασία αυτοπάθειας. Αυτή είναι η περίπτωση της ομοιόστασης, μιας δυναμικής διεργασίας εσωτερικής αυτο-ρύθμισης που επιτρέπει στο σύστημα να διατηρεί τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά του εντός ορίων αποδεκτών από την δομή του, όταν αντιμετωπίζει απροσδόκητες διαταραχές. Με τον τρόπο αυτό, οι ομοιοστασιακοί μηχανισμοί εξισορροπούν διάφορες επιδράσεις και επενέργειες έτσι ώστε να διαμορφώνεται μια ευσταθής κατάσταση συμπεριφοράς.

Φαίνεται αμέσως από τον μηχανισμό της ανατροφοδότησης ότι η κυβερνητική, για να είναι επιστήμη του ελέγχου και των ρυθμίσεων, πρέπει να μελετά την ανταλλαγή πληροφορίας και την επικοινωνία μεταξύ των συστημάτων, είτε ζωικών ή ανθρώπινων ή μηχανικών. Μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί η κυβερνητική κλάδος της επιστήμης της επικοινωνίας, που κι αυτή πρωτοεμφανίζεται σαν επιστήμη μέσα στην δεκαετία του ’40, ιδίως τα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου. Η θεμελίωση της μαθηματικής θεωρίας της επικοινωνίας έγινε στο μικρό ομώνυμο βιβλίο (Shannon & Weaver, 1949) του Claude Shannon, ηλεκτρολόγου μηχανικού των εργαστηρίων της Bell, και του Warren Weaver, ερευνητού τότε στο Ίδρυμα Rockefeller της Νέας Υόρκης. Δυο ήταν οι θεμελιώδεστερες συμβολές της θεωρίας αυτής της επικοινωνίας: αφενός ο ορισμός της πληροφορίας ενός μηνύματος και αφετέρου η βελτιστοποίηση της μεταβίβασης του μηνύματος δια μέσου καναλιών επικοινωνίας. Η έννοια της πληροφορίας αποτελούσε ανέκαθεν ένα ακανθώδες πρόβλημα. Το θέμα ήταν αν έπρεπε να ορισθεί μόνο σαν μαθηματική έννοια, χωρίς καμιά αναφορά στο νόημα που δημιουργεί στον άνθρωπο, ή αν έπρεπε να συνδεθεί με το νόημα με το οποίο την καταλάβαινε κανείς. Ο Shannon υποστήριξε το πρώτο και διαμόρφωσε έναν αυστηρό μαθηματικό ορισμό της πληροφορίας ως συνάρτησης της κατανομής πιθανοτήτων των στοιχείων ενός μηνύματος. Γι αυτό, η θεωρία της πληροφορίας του Shannon αναπτύχθηκε μόνο σε σχέση με την αποτελεσματική μεταβίβαση των μηνυμάτων και ανεξάρτητα από το αν είναι αληθινά, λογικά, σωστά ή ρεαλιστικά τα νοήματα που φέρνουν τα μηνύματα. Η μεταβίβαση αυτή σε γενικές γραμμές πραγματοποιόταν στο μοντέλο των Shannon και Weaver ακολουθώντας τις εξής φάσεις: αρχικά, αφού επιλεγεί ένα μήνυμα στην πηγή της πληροφορίας, το μήνυμα κωδικοποιείται σε σήμα στον πομπό, στέλνεται το σήμα στο κανάλι επικοινωνίας και τελικά λαμβάνεται από τον δέκτη, όπου αποκωδικοποιείται από σήμα σε μήνυμα. Μολονότι πολλοί επικοινωνιολόγοι έσπευσαν να εξαγάγουν σημαντικές γλωσσολογικές και κοινωνικοψυχολογικές συνέπειες από αυτή την θεωρία της επικοινωνίας, ο ίδιος ο Shannon ήταν ιδιαίτερα απρόθυμος να γενικεύσει πέρα από την εξειδικευμένη ονοματολογία και τη συγκεκριμένη έννοια που έπαιρνε η πληροφορία στην θεματολογία του ηλεκτρολόγου μηχανικού. Ενδιαφέροντα στοιχεία για την ιστορία της θεωρίας της πληροφορίας μπορούν να βρεθούν στο βιβλιο του Jeremy Campbell (Campbell, 1982).

Μηχανή-Σώμα στην Κυβερνητική

Ο Norbert Wiener κάνει μια ενδιαφέρουσα διαίρεση σε περιόδους της ιστορίας των αυτομάτων στο θεμελιώδες βιβλίο του της Κυβερνητικής (Wiener, 1948a). Την διαιρεί σε τέσσερις φάσεις: τη μυθική περίοδο των golem, την περίοδο του ωρολογιού (17ος και 18ος αιώνας), την περίοδο του ατμού (τέλος του 18ου και 19ος αιώνας) και τελικά την περίοδο του ελέγχου και της επικοινωνίας. Εκείνο που κατά τον Wiener διακρίνει κάθε περίοδο είναι το είδος της κινητήριας δύναμης: η θεϊκή εξουσία αντικαθίσταται από τη μηχανική ενέργεια, την οποίαν διαδέχεται η θερμική ισχύς κι αυτήν τελικά η τηλεπικοινωνιακή δύναμη.

Παράλληλα όμως με τις περιόδους αυτές των αυτομάτων ο Wiener βλέπει τα αντίστοιχα μοντέλα της αναπαράστασης του ανθρώπινου σώματος: το σώμα από μαγικό, εύπλαστο, πήλινο σχήμα μετατρέπεται σε ωρολογιακό μηχανισμό και στη συνέχεια σε θερμική μηχανή, που αντί του γλυκογόνου καίει κάποια καύσιμη ύλη, για να μετασχηματισθεί τελικά σε ένα ηλεκτρονικό σύστημα. Η διπλή αυτή διαίρεση της ιστορίας της μηχανής και του σώματος που κάνει ο Wiener έχει πολύ μεγάλη σημασία για δυο κυρίως λόγους, όπως παρατηρεί ο David Tomas: Αφενός “αποκαλύπτει την επίγνωση, ενός από τους κύριους ιδρυτές της κυβερνητικής, των σημαντικών φάσεων της βασισμένης στη μηχανή ιστορίας του δυτικού σώματος” και αφετέρου “επισύρει την προσοχή στις παράλληλες φάσεις της λειτουργικής αναπαράστασης του σώματος ως βασικού στοιχείου του μηχανικού πολιτισμού” (Tomas, 1995).

Ενώ το μοντέλο του σώματος του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα ήταν μια μηχανή ισχύος, ο Wiener υποστηρίζει ότι “τώρα ερχόμαστε να αναγνωρίσουμε ότι το σώμα απέχει πολύ από το να είναι ένα διατηρητικό σύστημα και η διαθέσιμη σε αυτό ισχύς είναι πολύ πιο περιορισμένη από ό,τι παλαιότερα πιστεύετο. … Αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ότι τέτοια σημαντικά στοιχεία όπως οι νευρώνες - οι μονάδες του νευρικού συκροτήματος των σωμάτων μας - κάνουν την δουλειά τους σχεδόν στις ίδιες συνθήκες με τους ηλεκτρονικούς σωλήνες κενού, εφοδιαζόμενοι από έξω με την κυκλοφορία του σώματος τη σχετικά μικρή ισχύ τους, και ότι η λογιστική που απαιτείται για τη λειτουργία τους δεν είναι ενεργειακή” (Wiener, 1948b).

Έτσι, στην θέση του μηχανικού μοντέλου του σώματος, η κυβερνητική προτείνει το σχήμα του σώματος σαν ένα δίκτυο επικοινωνίας, του οποίου η καλή λειτουργία βασίζεται στην “με ακρίβεια αναπαραγωγή του σήματος” (Wiener, 1948b). Διότι, για τον Wiener, “η πρόσφατη μελέτη των αυτόματων, είτε από μέταλλο ή με σάρκα, [είναι] ένας κλάδος της τεχνολογίας της επικοινωνίας και οι θεμελιώδεις έννοιές του [είναι] οι έννοιες του μηνύματος, του ποσού διαταραχής ή “θορύβου” … της ποσότητας πληροφορίας, της τεχνικής κωδικοποίησης κ.ο.κ. … Σε αυτή την θεωρία, ασχολούμαστε με αυτόματα ενεργά συνδεδεμένα με τον εξωτερικό κόσμο, όχι μόνο μέσω της ενεργειακής τους ροής, του μεταβολισμού τους, αλλά επίσης και μέσω της ροής των εντυπώσεων, των εισερχομένων μηνυμάτων και των δράσεων των εξερχομένων μηνυμάτων” (Wiener, 1948a).

Βλέπουμε λοιπόν πώς η κυβερνητική αναδείκνυε “ένα εντελώς νέο τρόπο αναπαράστασης του ανθρώπινου σώματος και των σχέσεων του με τον οργανικό και τον μηχανικό κόσμο. Ενα νέο σύνολο αναλογιών που δεν καθιέρωνε μόνο συνδέσεις, μέσω μιας σειράς από τυπικές αντιστοιχίες, μεταξύ του ανθρώπινου σώματος αντιληπτού σαν νευρικό σύστημα και της μηχανής αντιληπτής σαν οργανισμού που επικοινωνεί, αλλά και που διακανόνιζε τα μέσα για την αυτόματη σύνδεση μηχανής με μηχανή μέσω μιας κοινής γλώσσας της επικοινωνίας” (Tomas, 1995).

Επιπλέον, η αναλογική λογική της κυβερνητικής κατόρθωνε να αναπροσδιορίσει την έννοια της “ζωής” και να την τοποθετήσει σε μια αντιστοιχία με τα λειτουργικά χαρακτηριστικά της αυτόματης μηχανής. Όπως παρατηρούσε ο Wiener: “Το πρόβλημα αν η μηχανή είναι ζωντανή ή όχι είναι για τους σκοπούς μας σημασιολογικό και είμαστε ελεύθεροι να το απαντήσουμε έτσι ή αλλιώς κατά το δοκούν. … [Όσο για τις μηχανές] δεν υπάρχει κανένας λόγος γιατί να μην μοιάζουν με τα ανθρώπινα όντα στο να παριστούν θύλακες ελαττούμενης εντροπίας σε ένα πλαίσιο στο οποίο η ολική εντροπία τείνει να αυξάνει” (Wiener, 1954). Μια τέτοια γενικευμένη θεώρηση της “ζωής” ερχόταν σε ρήξη με την μηχανιστική ή ταξινομική αντίληψη της φυτικής ή ζωικής οργάνωσης. Στην θέση της η κυβερνητική τοποθετούσε ένα δομημένο, πολυεπίπεδο, αυτο-ελεγχόμενο σύστημα που ισορροπούσε στις αλλαγές του περιβάλλοντος και είχε την ικανότητα να προσαρμόζει τη συμπεριφορά του, για να εξασφαλίσει την απαιτούμενη ύλη και ενέργεια για τις ανάγκες του. Με τον τρόπο αυτό η κυβερνητική υιοθετούσε μια λειτουργική λογική για την περιγραφή της “ζωής,” σύμφωνα με την οποία το βιολογικό πρόβλημα γινόταν μηχανικό και το κριτήριο της “ζωντανής” δράσης εντοπιζόταν στην λειτουργική ικανότητα των αισθητήριων οργάνων, γιατί μέσω αυτών ο οργανισμός μπορούσε να επικοινωνήσει με το περιβάλλον και να σταθεροποιήσει τους όρους ύπαρξής του.

Τέλος, αναφορικά με την φύση της ταυτότητας του ανθρώπινου οργανισμού, η κυβερνητική την αντιλαμβανόταν σαν ένα οργανωτικό μόρφωμα. Έγραφε ο Wiener στο προτελευταίο κεφάλαιο, με τίτλο “Η Οργάνωση σαν το Μήνυμα,” του βιβλίου του για την Ανθρώπινη Χρήση των Ανθρώπινων Όντων: “Η μεταφορά στην οποία αφιερώνεται αυτό το κεφάλαιο είναι εκείνη του οργανισμού σαν μήνυμα. Ο οργανισμός αντιστέκεται στο χάος, την διάλυση, τον θάνατο, όπως το μήνυμα στον θόρυβο. Για να περιγράψουμε έναν οργανισμό, δεν προσπαθούμε να προσδιορίσουμε κάθε μόριο σε αυτόν και να το καταγράψουμε με την παραμικρή λεπτομέρεια, αλλά μάλλον να απαντήσουμε σε ορισμένα ερωτήματα για αυτόν, τα οποία αποκαλύπτουν το μόρφωμά του” (Wiener, 1954). Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 η επίδραση του κυβερνητικού μοντέλου του συλλογικού μορφώματος της κοινωνίας των ανθρώπινων οργανισμών θα πάρει μυστηριακές διαστάσεις στο έργο του Marshall McLuhan, όταν ο Καναδός αυτός θεωρητικός της επικοινωνίας έπλαθε το όραμά του του “παγκόσμιου χωριού” προτείνοντας ότι “μια σύγχρονη μεταφορά όλων μας των ζωών στην άυλη μορφή της πληροφορίας θα μπορούσε να δημιουργήσει σε ολόκληρο τον πλανήτη και σε ολόκληρη την οικογένεια των ανθρώπων μια ενιαία συνειδητότητα” (McLuhan, 1964).

Η Κυβερνητική Δευτέρας Τάξης

Στις δεκαετίες ’50 και ’60 σχεδόν στο σύνολό της η επιστημονική παραγωγή της κυβερνητικής έτεινε να εστιασθεί αφενός στην ανάπτυξη συστημάτων αυτομάτου ελέγχου για τεχνολογικές χρήσεις και αφετέρου στη μελέτη των εφαρμογών της ανατροφοδότησης σε διάφορες επιστημονικές περιοχές (από τα μαθηματικά ως την κοινωνιολογία). Το 1970 κατά την διάρκεια της συνάντησης της Αμερικανικής Εταιρείας Κυβερνητικής στην Φιλαδέλφεια, ο Heinz von Foerster επεχείρησε να ξαναστρέψει την προσοχή στα αρχικά ενδιαφέροντα που είχαν οδηγήσει στην θεμελίωση της κυβερνητικής. Στην εργασία του, με τίτλο “Η Κυβερνητική της Κυβερνητικής” (von Foerster, 1979), έκανε την διάκριση μεταξύ της κλασικής κυβερνητικής, που την ονόμασε “κυβερνητική πρώτης τάξης” και την περιέγραψε σαν “κυβερνητική των παρατηρούμενων συστημάτων,” από αυτήν που ονόμασε “κυβερνητική δευτέρας τάξης” και την περιέγραψε σαν “κυβερνητική των συστημάτων που παρατηρούν.” Μερικές φορές, με την ίδια έκφραση (“observing systems,” στα αγγλικά), ο von Foerster εννοούσε και το “παρατηρώντας τα συστήματα,” δηλαδή, την πράξη της παρατήρησης των συστημάτων (von Foerster, 1981). Επιπλέον, ας παρατηρήσουμε ότι η πρώτη φορά που ο von Foerster αναφέρθηκε στην “παρατήρηση των συστημάτων” ήταν το 1960 σε ένα από τα κείμενά του, που αργότερα δημοσιεύθηκε στη συλλογή από δοκίμια με τον τίτλο “Observing Systems” (von Foerster, 1981).

Παρόμοιες με του von Foerster διακρίσεις των φάσεων της κυβερνητικής έχουν γίνει και από πολλούς άλλους μελετητές. Έτσι, ο Gordon Pask όρισε την κυβερνητική πρώτης τάξης σαν την κυβερνητική που ασχολείται με το σκοπό του μοντέλου, ενώ τη κυβερνητική δευτέρας τάξης την όρισε σε σχέση με τον σκοπό του μελετητού του μοντέλου (αναφέρεται στον Umpleby, 1990). Για τον Francisco Varela η κυβερνητική πρώτης τάξης ασχολείται με ελεγχόμενα συστήματα, ενώ η κυβερνητική δευτέρας τάξης με αυτόνομα συστήματα (Varela, 1979). Επίσης, ο Stuart Umpleby πρότεινε ακόμη τους παρακάτω δυο τύπους διακρίσεων (Umpleby, 1990). Σύμφωνα με την πρώτη διάκριση του Umpleby, η κυβερνητική πρώτης τάξης αφορά τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μεταβλητών ενός συστήματος, ενώ η κυβερνητική δευτέρας τάξης αφορά την αλληλεπίδραση μεταξύ του παρατηρητού και του παρατηρουμένου συστήματος. Και κατά την δεύτερη διάκριση του Umpleby, η κυβερνητική πρώτης τάξης αντιστοιχεί σε θεωρίες κοινωνικών συστημάτων, ενώ η κυβερνητική δευτέρας τάξης αντιστοιχεί στην αλληλεπίδραση μεταξύ ιδεών και κοινωνίας.

Ενώ λοιπόν η κυβερνητική πρώτης τάξης έδινε έμφαση σε μηχανισμούς αρνητικής ανατροφοδότησης, δηλαδή, ανατροφοδότησης μείωσης της απόκλισης, η κυβερνητική δευτέρας τάξης στράφηκε προς τους μηχανισμούς της θετικής ανατροφοδότησης ή ανατροφοδότησης αύξησης της απόκλισης. Στην περίπτωση θετικής ανατροφοδότησης, καθώς η έξοδος του συστήματος επιστρέφει στην είσοδο, αυξάνεται η απόκλιση από μια τιμή σύγκρισης με αποτέλεσμα να αποσταθεροποιείται συνεχώς η κατάσταση του συστήματος, έτσι ώστε αυτό είτε να αποδομείται και να διαλύεται πλήρως ή να αναδομείται και να αναδιαμορφώνεται σε μια νέα κατάσταση, όπως γίνεται στην περίπτωση της μορφογένεσης.

Μολονότι και η κυβερνητική πρώτης τάξης περιελάμβανε σημαντικούς βιολόγους, όπως, για παράδειγμα τον Ludwig von Bertalanffy, έναν από τους θεμελιωτές της Γενικής Θεωρίας Συστημάτων (Bertalanffy, 1975), η μεγάλη ώθηση για την κυβερνητική δευτέρας τάξης προήλθε κυρίως από την βιολογία και την νευροφυσιολογία και αργότερα και από την επιστημολογία. Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει ότι η βιολογία δεν χρησιμοποιεί καθόλου έννοιες της κυβερνητικής πρώτης τάξης: η ομοιόσταση, για παράδειγμα, είναι μια πολύ σημαντική έννοια της βιολογίας που χρησιμοποιείται για να εξηγηθούν διάφορες διεργασίες, όπως το ορμονικό ισοζύγιο, η διατήρηση της θερμοκρασίας κλπ. Όμως πολλά βιολογικά φαινόμενα, όπως η μορφογένεση, που έχουν να κάνουν με ανάπτυξη, μεταβολή και ανάδυση, ερμηνεύονται μέσω της κυβερνητικής δευτέρας τάξης. Έτσι, δεν είναι τυχαίο ότι το επίκεντρο των νέων θεωρητικών εξελίξεων της κυβερνητικής δευτέρας τάξης ήταν το Εργαστήριο Βιολογικής Πληροφορικής BCL (Biological Computer Laboratory) που ίδρυσε το 1957 ο von Foerster στο Πανεπιστήμιο του Illinois. Για είκοσι περίπου χρόνια (1957-1976) το εργαστήριο αυτό στέγαζε τις πιο προχωρημένες και επαναστατικές ιδέες πάνω στην αυτοοργάνωση και την αυτονομία των έμβιων συστημάτων. Σύμφωνα με τις ιδέες αυτές, η οργανωτική αυτονομία των ζωϊκών συστημάτων επιτυγχάνεται μέσω του υπολογισμού. Ή καλύτερα, πρόκειται για μια τεράστια διαδικασία αυτοϋπολογισμού, γιατί αναπτύσσεται μια βιολογική υπολογιστική δραστηριότητα, η οποία αφενός παράγει την δομή του έμβιου οργανισμού και αφετέρου συμβάλλει στην διατήρηση της ύπαρξής της και της οργανωτικής της ταυτότητας μέσα στις δύσκολες συνθήκες του περιβάλλοντος.

Οι προηγούμενες μετατοπίσεις προδίνουν τις διαφοροποιήσεις στην οργάνωση των δομικών χαρακτηριστικών των δυο κυβερνητικών. Στην κυβερνητική πρώτης τάξης τα συστήματα συμπεριφέρονται σαν ετερόνομες μονάδες που αλληλεπιδρούν με μια αναπαραστασιακή λογική αντιστοιχήσεων. Αντίθετα, τα συστήματα της κυβερνητικής δευτέρας τάξης συγκροτούν αυτόνομες μονάδες και καθορίζονται από μια εσωτερική σε αυτά δυναμική, σύμφωνα με μια λογική όχι αναπαράστασης αλλά συνοχής. Επομένως, τα συστήματα αυτά έχουν μια δική τους κλειστή οργάνωση και συγκρότηση συνοχής, είναι, δηλαδή, αυτο-οργανωμένα και, στον βαθμό που ενσωματένεται και η ίδια η πράξη της παρατήρησης μέσα στην περιγραφή τους, γίνονται αυτο-ποιητικά και αυτο-αναφερόμενα. Η διαμόρφωση της θεωρίας της αυτοποίησης για βιολογικά και γνωσιακά συστήματα έχει συντελεσθεί με το έργο των Humberto Maturana και Francisco Varela (Maturana & Varela, 1980 & 1988), οι οποίοι προχώρησαν την αυτοπαθητική λογική της κυβερνητικής δευτέρας τάξης προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης μιας ριζοσπαστικής επιστημολογίας, που απέρριπτε την παραδοσιακή αιτιότητα. Σύμφωνα με την λογική αυτή, ένα γεγονός δεν προκαλεί απλώς κάποιο άλλο, αλλά μάλλον αποτελεί την αιτία για να ενεργοποιηθούν κάποια αποτελέσματα μέσα στην αυτοοργανωτική λειτουργία του συστήματος.

Οι Maturana και Varela όρισαν ένα αυτοοργανωμένο σύστημα σαν μια σύνθετη ενότητα: η οργανωτική συνοχή της δομής εξασφαλίζει την ενότητα που είναι σύνθετη, γιατί το σύστημα αποτελείται από συστατικά στοιχεία, των οποίων οι μεταξύ τους σχέσεις, αλλά και με άλλα συστήματα, συγκροτούν την οργανωτική ταυτότητα που ορίζει το σύστημα. Έτσι, τα έμβια συστήματα διακρίνονται από την δική τους οργάνωση, που είναι μια αυτοαναφορική οργάνωση, αφού το βασικό χαρακτηριστικό της είναι το ότι τα συστήματα αυτά αποτελούν τα προϊόντα της ίδιας τους της οργάνωσης. Πρόκειται, δηλαδή, για μια κλειστή οργάνωση, που παράγει και τα συστατικά της στοιχεία και τις αλληλεπιδράσεις τους που χαρακτηρίζουν την αυτονομία της. Και για αυτό το λόγο, τα έμβια συστήματα αποτελούν κατά τους Maturana και Varela “αυτοποιητικές μηχανές,” ενώ τα υπόλοιπα οργανωμένα συστήματα δεν είναι παρά “αλλοποιητικές μηχανές,” όταν τα προϊόντα της λειτουργίας τους είναι διαφορετικά και εντελώς ανεξάρτητα από τις ίδιες. Τέλος, ας προσθέσουμε ότι, πέρα από την βιολογία, η αυτοποιητική θεωρία διαχύθηκε και στις κοινωνικές επιστήμες με το έργο του γερμανού κοινωνιολόγου Niklas Luhmann (Luhmann, 1990a & 1990b), στον οποίον οφείλεται η ιδέα ότι τα αυτοοργανωμένα κοινωνικά συστήματα δεν αποτελούνται από άτομα ή ρόλους ή δράσεις, όπως συνήθως θεωρείται, αλλά τα συστατικά τους στοιχεία συγκροτούνται από νοηματικές επικοινωνιακές σχέσεις.

Οργανισμοί και Cyborgs

Η θεμελιώδης ιδέα της κυβερνητικής, η ιδέα της λειτουργικής αναλογίας μεταξύ μηχανής και έμβιου οργανισμού, πριν ακόμη ολοκληρωθεί στα πλαίσια της κυβερνητικής της αυτοοργάνωσης των συστημάτων, είχε αρχίσει να υλοποιείται πρακτικά από την δεκαετία του ’60. Η κατεύθυνση, προς την οποία εμφανίσθηκε στην πράξη η σύζευξη ανθρώπου - μηχανής, είχε πολύ όμορφα προαναγγελθεί στις αρχές της δεκαετίας αυτής από τους οραματισμούς του Marshall McLuhan για μια τεχνολογία που αποτελούσε την “προέκταση ή τον αυτο-ακρωτηριασμό των φυσικών σωμάτων μας” και που δημιουργούσε “νέες ισορροπίες μεταξύ των άλλων οργάνων και των προεκτάσεων του σώματος” (McLuhan, 1964).

Πράγματι, το 1960, δώδεκα χρόνια μετά την εισαγωγή του όρου “κυβερνητική,” δυο Αμερικανοί διαστημικοί φυσικοί, ο Manfred E. Clynes και ο Nathan S. Kline, κατασκεύασαν μια σημαντική παραφθορά της λέξης αυτής, για να καθορίσουν μια νέα σχέση ανθρώπου - μηχανής, ένα νέο τύπο έμβιου οργανισμού - μηχανισμού. Δημιούργησαν το νεολογισμό “κυβερ-οργανισμό” (ή “κυβερν- οργανισμό”), για τον οποίον θα κρατήσουμε τον αγγλικό όρο “cyborg,” που δεν είναι παρά μια σύντμηση της έκφρασης “κυβερνητικός οργανισμός” (“cybernetic organism”), φυσικά με την έννοια του “οργανισμού της κυβερνητικής.” Σαν ένα cyborg οι Clynes και Kline όριζαν “ένα εξωγενώς επεκτεταμένο οργανωμένο συγκρότημα που λειτουργεί ως ολοκληρωμένο ομοιοστασιακό σύστημα ασυνείδητα” (Clynes & Kline, 1960). Η νοηματική πυκνότητα και η τεχνική επιβάρυνση του ορισμού αυτού προδίνει την πολυπλοκότητα και την διαπλοκή των εννοιών που κάλυπτε η λέξη, εννοιών που προέρχονται από την εφαρμογή της κυβερνητικής θεωρίας του ελέγχου στα προβλήματα των διαστημικών πτήσεων σε καταστάσεις που παραβιάζουν την νευροφυσιολογία του ανθρώπινου σώματος υπό κανονικές συνθήκες. Ουσιαστικά, ένα νέο είδος κατασκευασμένου οργανισμού, το cyborg, ετίθετο σαν μια λύση στο πρόβλημα της “τροποποίησης των σωματικών λειτουργιών για να ανταποκρίνονται σε διαφορετικά περιβάλλοντα” (Clynes & Kline, 1960). Πιο συγκεκριμένα, οι Clynes και Kline πρότειναν να πραγματοποιηθεί η τροποποίηση των σωματικών λειτουργιών κυρίως μέσω συγχρόνων οργάνων συστημάτων ελέγχου και φαρμάκων. Έτσι, σκοπός του “Cyborg και των ομοιοστασιακών συστημάτων του” ήταν, σύμφωνα με τους ερευνητές αυτούς, “να δημιουργήσουν ένα οργανωμένο σύστημα, στο οποίο να λύνονται αυτόματα και ασυνείδητα τα ρομποτικού τύπου προβλήματα, αφήνοντας ελεύθερο τον άνθρωπο να εξερευνήσει, να δημιουργήσει, να σκεφθεί και να αισθανθεί” (Clynes & Kline, 1960).

Με άλλα λόγια, αν περιορισθούμε στην καθημερινή ζωή μακριά από τις εξαιρετικές συνθήκες των διαστημικών πτήσεων, θα μπορούσε κανείς να δει σαν cyborgs ανθρώπους με ψηφιακούς βηματοδότες, προσθετικά άκρα, ακουστική βοήθεια, τεχνητά μέλη και εμφυτεύσεις. Τα στατιστικά στοιχεία της συχνότητας τέτοιων cyborgs δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα: για παράδειγμα, η Hayles υποστηρίζει ότι το 10% του πληθυσμού των ΗΠΑ είναι άνθρωποι που ζουν με κάποιο τρόπο μέσω κάποιας επιπρόσθεσης (Hayles, 1993) και, άρα, είναι cyborgs με την έννοια που εξετέθηκε προηγουμένως. Με τον τρόπο αυτό, τα όρια που χωρίζουν άνθρωπο - μηχανή την εποχή των cyborgs φαίνονται όλο και πιο ασαφή. Όπως παρατηρεί ο ιστορικός David Channell, “Καθώς κάθε ένα από αυτά τα μηχανήματα γίνεται λειτουργικό μέρος του ανθρώπινου οργανισμού, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να χαρακτηρισθεί το αφομοιωμένο αντικείμενο σαν ανθρώπινο ή μηχανικό. … Το cyborg δεν είναι κανένας σύνηθης συνδυασμός ανθρώπου και μηχανής, όπως ένας άνθρωπος που χρησιμοποιεί ένα όργανο. μάλλον το cyborg περιλαμβάνει μια μοναδική σχέση μεταξύ ανθρώπου και μηχανής στον βαθμό που η μηχανή ‘χρειάζεται να λειτουργήσει χωρίς την βοήθεια της συνείδησης, για να συνεργασθεί με τους αυτόνομους ομοιοστασιακούς μηχανισμούς ελέγχου του ίδιου του σώματος’” (Channell, 1991).

Για να κατανοήσουμε πλήρως την προγούμενη παρατήρηση, ας υπενθυμίσουμε ότι για την κυβερνητική κάθε οργανισμός, είτε βιολογικός ή μηχανικός, αποτελείται από συστατικά στοιχεία που λειτουργούν αυτοποιητικά. Όμως η συνείδηση στους βιολογικούς οργανισμούς δεν εμπλέκεται στην αυτοποιητική παραγωγή των στοιχείων του οργανισμού αλλά απορρέει από τη λειτουργία τους και εκδηλώνεται στην εξωτερική συμπεριφορά του οργανισμού. Τότε, ένα cyborg είναι ένας οργανισμός που αποτελείται από κάποια στοιχεία που κατασκευάσθηκαν χωρίς την βοήθεια της συνείδησης, τα οποία συνεργάζονται με κάποια άλλα στοιχεία που κατασκευάσθηκαν με την βοήθεια της συνείδησης. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, δεν είναι cyborg ένας ζωικός οργανισμός που έχει πάρει κάποιο φάρμακο, αλλά είναι cyborg ένας ζωικός οργανισμός, στον οποίο γίνεται μια συνεχής ένεση φαρμάκου, ή έχει τεχνητά μέλη σώματος. Για παράδειγμα, ένα από τα πρώτα cyborgs των Clynes και Kline ήταν ένας κοινός εργαστηριακός ποντικός, στον οποίο είχε εμφυτευθεί μια μικρή οσμωτική αντλία, που επέτρεπε τη συνεχή ένεση χημικών με ελεγχόμενο ρυθμό στον οργανισμό του ποντικού.

Από το 1960 και ύστερα, η έννοια του cyborg, σαν μια έννοια ιδιάζουσας σύζευξης ανθρώπου και μηχανής, είχε μια εξαιρετικά μεγάλη επιρροή στον τρόπο της αναπαράστασης σε εικόνα και φαντασία του ανθρώπινου σώματος, όπως αυτό κατασκευάζεται στο μέτωπο της επιστήμης και της τεχνολογίας, της βιομηχανίας και του στρατού. Η έννοια του cyborg έχει γίνει το αντικείμενο πανεπιστημιακών μελετών και ερευνών, έχει ευρέως συζητηθεί σαν ένα σημαντικό πολιτιστικό αλλά και πολιτικό θέμα και έχει εμπνεύσει μια σειρά από καλλιτεχνικά, λογοτεχνικά και κινηματογραφικά έργα λαϊκής κουλτούρας και επιστημονικής φαντασίας. Για τον Tomas, ο λόγος της τόσο βαθειάς διείσδυσης της θεματολογίας του cyborg στον φαντασιακό ιστό του Δυτικού πολιτισμού οφείλεται στο γεγονός ότι με τα cyborgs ξαναεπιστρέφει η “ανθρωπομορφική μίμηση στην ιστορία των αυτομάτων” (Tomas, 1995).

Η Κυβερνητική της Δυνητικότητας

Στο τέλος της δεκαετίας του ’80, σαν αποτέλεσμα της επεκτατεμένης χρήσης υπολογιστών μεγάλης ισχύος, ξεπροβάλουν σε όλο και περισσότερες εφαρμογές (βιομηχανικές, εμπορικές, επιστημονικές, εκπαιδευτικές, στρατιωτικές, καλιτεχνικές ή και σε χρήσεις ελεύθερου χρόνου) τα συστήματα της δυνητικής πραγματικότητας (virtual reality), τα οποία αποτελούν τα προϊόντα μιας ψηφιακής τεχνολογίας εμβαπτισμένης και άμεσης διεπιφάνειας ανθρώπου-υπολογιστή. Η εμβάπτιση (immersion) στο δυνητικό περιβάλλον επιτυγχάνεται μέσω της τεχνητής προσομοίωσης από τον υπολογιστή του περιβάλλοντος ενιαίου φυσικού χώρου και με τη μεταβολή των δεδομένων της προσομοίωσης από τις αντιδράσεις στα προσλαμβανόμενα τεχνητά ερεθίσματα. Με τον τρόπο αυτό προκύπτει η αμεσότητα ανθρώπου-μηχανής από μια αμφίδρομη σχέση αλλελεπίδρασης πραγματικού χρόνου. Σαν αποτέλεσμα της εμβάπτισης και της αλληλπιδραστικής κίνησης (πλοήγησης) δημιουργείται η εμπειρία της τηλεπαρουσίας, δηλαδή, μιας ζωντανής - τριδιάστατης και κινούμενης - αίσθησης παρουσίας και συμμετοχής σε ένα τεχνητό περιβάλλον. Αυτή είναι μια εμπειρία οπτικών, ακουστικών και απτικών ερεθισμάτων που παράγονται από τον υπολογιστή με την βοήθεια δυο μικρών οθονών τηλεόρασης που μπαίνουν σαν διόπτρες μπροστά στα μάτια (HMD, Head-Mounted Display), στερεοφωνικών ακουστικών και με γάντια και ρούχα που είναι συνδεδεμένα με τον υπολογιστή (datagloves, datasuits). Περισσότερες λεπτομέρειες για την ιστορία και τις εφαρμογές των συστημάτων δυνητικής πραγματικότητας μπορούν να βρεθούν στις δυο εργασίες του συγγραφέα αυτού του άρθρου που αναφέρονται στην βιβλιογραφία (Μπουντουρίδης, 1994a & 1994b).

Από την προηγούμενη σύντομη περιγραφή της λειτουργίας της δυνητικής πραγματικότητας μπορεί αμέσως να διαπιστωθεί ότι η τεχνολογία αυτή υλοποιεί σε μια σειρά από διαφορετικά επίπεδα το βασικό πρόγραμμα της κυβερνητικής. Κατ’ αρχάς, η δυνητική εμπειρία στηρίζεται πλήρως σε ανατροφοδοτικούς μηχανισμούς, στους οποίους συντονίζονται ανθρώπινα αισθητήρια όργανα μαζί με μηχανικούς αυτοματισμούς. Με την έννοια αυτή, η σύζευξη στον δυνητικό χώρο ανθρώπου - υπολογιστικής μηχανικής είναι μια μορφή cyborg. Επιπλέον όμως, η συναρμολόγηση ανθρώπου-μηχανής στην δυνητική πραγματικότητα αποτελεί ένα γνήσιο σύστημα κυβερνητικής δευτέρας τάξης, εφόσον αυτοοργανώνεται μέσα στην δική της κλειστότητα, την κλειστότητα της εμβάπτισης σε ένα προσομοιωμένο τεχνητό περιβάλλον. Επομένως, τα cyborgs της δυνητικής πραγματικότητας είναι κλειστά συστήματα, από την άποψη της επικοινωνίας με το φυσικό περιβάλλον, σε αντίθεση με τα ανοικτά cyborgs των Clynes και Kline που μάλιστα ήσαν κατασκευασμένα για να επιβιώσουν σε δύσκολα εξωτερικά φυσικά περιβάλλοντα. Βέβαια, πρέπει να παρατηρήσουμε, το ότι τα δυνητικά συστήματα είναι εξωτερικώς κλειστά από την άποψη της θεωρίας της κυβερνητικής δεν σημαίνει ότι είναι κλειστά και στο εσωτερικό τους ως προς την ομαδική συμμετοχή στις εμπειρίες τους. Κάθε άλλο παρά αυτό συμβαίνει, όπως πιστοποιείται από τα κατανεμημένα συστήματα δυνητικής πραγματικότητας και τα δίκτυα επικοινωνιών μέσω υπολογιστή, στα οποία συχνά παρατηρείται η ανάδυση ποικίλων μορφωμάτων δυνητικής συλλογικότητας που φθάνει μέχρι και το σχηματισμό κάποιων ιδιομόρφων δυνητικών κοινοτήτων ανθρώπων (δείτε τα σχετικά που έχει γράψει ο Howard Rheingold στο βιβλίο του - Rheingold, 1993).

Με άλλα λόγια, η κλειστότητα του δυνητικού χώρου εκφράζει μια σημαντική αντιστροφή στις συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιείται η κυβερνητική σύγκλιση ανθρώπου-μηχανής: Ενώ στα κλασικά cyborgs η συνένωση αυτή γίνεται με τη μηχανή να “εξανθρωπίζεται,” καθώς επιπτροστίθεται στο σώμα του ανθρώπου, στα συστήματα δυνητικής πραγματικότητας έρχεται ο άνθρωπος να “μηχανοποιηθεί,” καθώς το σώμα του ανθρώπου μεταναστεύει προς την την άϋλη ψηφιακή επικράτεια της πληροφορίας, που αποτελεί την πρώτη “ύλη” της μηχανής. Πέραν από τη σχέση ανθρώπου-μηχανής, η αντιστροφή αυτή μπορεί να εντοπισθεί και στον τρόπο με τον οποίον η κυβερνητική της δυνητικής πραγματικότητας φαίνεται να διαφοροποιείται από την κυβερνητική δευτέρας τάξης των αυτοοργανωμένων συστημάτων. Ενώ ο σκοπός της κλειστότητας στα κυβερνητικά συστήματα δευτέρας τάξης είναι πώς να διατηρηθεί ανέπαφη η οργάνωσή τους, η κλειστότητα των δυνητικών συστημάτων αλλάζει προτεραιότητες: Εκείνο που τώρα έχει σημασία είναι το πώς να διατηρηθεί η συνολική δυναμική των συστημάτων που εξελίσσονται με έναν τρόπο ιδιαιτέρως πολύπλοκο και απρόβλεπτο (χαοτικό) και οδηγούν στην ανάδυση νέων μορφωμάτων, νέων μορφών αυτοοργάνωσης. Για το λόγο αυτό, δεν είναι λίγοι όσοι βλέπουν στην κυβερνητική των συστημάτων δυνητικής πραγματικότητας μια νέα, τρίτη, φάση της κυβερνητικής, όπως, για παράδειγμα, η N. Katherine Hayles, που μιλά για την κυβερνητική της δυνητικότητας (virtuality) σαν το “τρίτο κύμα της κυβερνητικής” (Hayles, 1996).

Λίγο πιο πριν, αναφέραμε την “αϋλοποίηση” που υφίσταται το ανθρώπινο σώμα, όταν βρίσκεται σε ένα δυνητικό περιβάλλον. Αξίζει να κάνουμε κάποιες ακόμη παρατηρήσεις για το θέμα αυτό και να διασαφηνίσουμε μια σύγχυση που συχνά γίνεται αναφορικά με την υλικότηα της πληροφορίας. Ας θυμηθούμε άλλωστε πως αποτελούσε υπέρτατο όραμα του ίδιου του Wiener η μετατροπή του κυβερνητικού οργανισμού σε μόρφωμα “ανθρώπινης πληροφορίας” (Wiener, 1954). Οι εννοιολογικές προϋποθέσεις για μια τέτοια εξαΰλωση ουσιαστικά προέρχονται από την επιλογή του Shannon να θεωρεί την πληροφορία σαν ένα μόρφωμα που είναι ανεξάρτητο από τους φυσικούς φορείς της, για να μπορέσει στη συνέχεια να την ποσολογήσει και έτσι να την μελετήσει. Παράλληλα όμως, ο ορισμός της πληροφορίας του Shannon επέτρεψε μια αντίληψη για αυτήν, που την εμφάνιζε εξαϋλωμένη, απομακρυσμένη από το υλικό υπόβραθρο, του οποίου την ουσία εξέφραζε. Με βάση λοιπόν αυτόν τον ορισμό, τα περιβάλλοντα της δυνητικής πραγματικότητας (αλλά κι όλος ο κυβερνοχώρος) θεωρούνται σαν μια εξαϋλωμένη επικράτεια της πληροφορίας, στην οποία εισέρχονται οι άνθρωποι, εγκαταλείποντας τα σώματά τους, απελευθερωμένοι από τους φυσικούς τους περιορισμούς, για να πάρουν όποια μορφή ή ταυτότητα θέλουν, ακόμη και καμία μορφή. Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν υπάρχει καμία εξαΰλωση, γιατί ο ρευστοποιημένος ψηφιακός χώρος της δυνητικής πραγματικότητας απλώς και μόνον δημιουργεί την ψευδαίσθηση της κίνησης σε ένα διαφορετικό προσομοιούμενο περιβάλλον, που άλλωστε είναι προκαθορισμένο εξ αρχής, αφού θα πρέπει να έχει ήδη προγραμματισθεί στην εντέλεια, για να βιωθεί στη συνέχεια μηχανικά. Όπως σημειώνει η Hayles, η χίμαιρα της εξαϋλωμένης πληροφορίας έχει μια πολύ παλιά ιστορία που φθάνει μέχρι το αρχαίο πρόβλημα της διάκρισης μορφής-ουσίας και την σπηλιά του Πλάτωνα (Hayles, 1996).

Αλλά οι νέες τεχνολογίες της δυνητικής πραγματικότητας, της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης κάθε άλλο παρά φραγμό βάζουν στην φαντασία του ανθρώπου. Έτσι, ο Hans Moravec, διευθυντής του Εργαστηρίου Κινητών Ρομπότ του Carnegie-Mellon έχει σκεφτεί και προτείνει το φανταστικό σενάριο του μετασχηματισμού της ανθρώπινης συνείδησης σε μόρφωμα πληροφορίας και στη συνέχεια την εξαγωγή του μορφώματος αυτού από τον ανθρώπινο εγκέφαλο και τελικά την εγκατάστασή του στον δίσκο ενός υπολογιστή (Moravec, 1988). Ουσιαστικά, αυτό που θέλει ο Moravec να ισχυριστεί είναι ότι η περίοδος της ζωής που είναι βασισμένη στον άνθρακα φθάνει σε ένα τέλος και την διαδέχεται η πυριτιακής φύσεως ζωή, που φέρεται από τους υπολογιστές, τα ρομπότ και τις μηχανές της τεχνητής νοημοσύνης. Οπότε, μια λύση για τον Moravec να γλυτώσουν οι άνθρωποι από τον επερχόμενο αφανισμό θα ήταν να γίνουν κι οι ίδιοι μηχανές απαλλασσόμενοι από το σώμα τους και φορτώνοντας το πνεύμα τους στον υπολογιστή… (Moravec, 1988).

Η Πολιτική των Cyborgs

Στη συζήτησή του αυτού που ο ίδιος αποκαλεί “πολιτιστική λογική του ύστατου καπιταλισμού,” ο Fredric Jameson παρατηρεί ότι “η άνοδος της μετανεωτερικότητας σηματοδοτείται με κάποιες παράλληλες εξελίξεις στον πολιτισμό μας: διάχυση της εξουσίας, αποκέντρωση των νοημάτων και αλλοίωση του φυσικού” (Jameson, 1991). Το τελευταίο μάλιστα χαρακτηριστικό είναι αυτό που συντελείται στις κυβερνητικές συζεύξεις ανθρώπου-μηχανής, είτε στα cyborgs ή στους προσομοιωμένους συνθετικούς κόσμους της δυνητικής πραγματικότητας, συζεύξεις που αποκαλύπτουν τη σύγχρονη μετανεωτερική τάση περιορισμού και αποστέρησης των φυσικών και των ανθρώπινων χαρακτηριστικών. Η αρνητικότητα αυτή ίσως να ήταν αναπόφευκτη και προδιαγεγραμμένη από την ίδια την ουσία του δυνητικού κυβερνοχώρου. Όπως παρατηρεί η Hayles, “η εμμονή για έλεγχο που ήταν μια θεμελιώδης ώθηση της κυβερνητικής … είναι ολοφάνερη στις προσομοιώσεις της δυνητικής πραγματικότητας, όπου οι ανθρώπινες αισθήσεις προβάλλονται σε ένα χώρο του υπολογιστού, του οποίου η υποκείμενη διαδική/λογική δομή ορίζει τις παραμέτρους που καθορίζουν την εξέλιξη των δράσεων” (Hayles, 1993).

Εντούτοις, ταυτόχρονα με τις φυσικά-σωματικά αλλοιωτικές τάσεις, η κυβερνοχωρική δυνητική πραγματικότητα μπορεί να αναζητεί και να αναπτύσσει κάποιον απελευθερωτικό προβληματισμό απέναντι στην ισχύ ορισμένων παραδοσιακών διχοτομιών και συνόρων. Αυτό τουλάχιστον προσπαθεί να αποδείξει η Donna Haraway, που είναι σοσιαλίστρια-φεμινίστρια ιστορικός της βιολογίας, η οποία στήριξε πάνω στην ρητορική των cyborgs μια προοδευτική στρατηγική και μια απελευθερωτική πολιτική μέσα από τα γραπτά της και από άλλες κοινωνικές παρεμβάσεις που έκανε στο μέσο της δεκαετίας των ’80. Η Haraway ισχυρίζεται ότι το cyborg δεν είναι μόνο ένα υβρίδιο μηχανής και οργανισμού αλλά και “ένα δημιούργημα της κοινωνικής πραγματικότητας και της λογοτεχνίας” (Haraway, 1991). Έτσι, επαγγέλλεται ότι η μεταφορά των cyborgs προσφέρει στον φεμινισμό ένα παράδειγμα που μπορεί να συμβάλλει στην απελευθέρωση των γυναικών από τα δεσμά της φύσης.

Στο γνωστό μανιφέστο της, με την ονομασία “Ένα Μανιφέστο για τα Cyborgs,” η Haraway γράφει ότι “όλα τα πράγματα και τα πρόσωπα μπορούν δικαιολογημένα να κατανοηθούν μέσω των διαδικασιών της αποσυναρμολόγησης και της ανασυναρμολόγησης. Δεν υπάρχει καμιά ‘φυσική’ αρχιτεκτονική που να περιορίζει τον σχεδιασμό τέτοιων συστημάτων” (Haraway, 1991). Συνολικά η Haraway πιστεύει ότι τουλάχιστον τρεις διαφορετικές αντιθέσεις ανατρέπονται από το μεταφορικό-συμβολικό σχήμα των cyborgs: οι αντιθέσεις ανθρώπου-ζώου, ανθρώπου-μηχανής και φυσικού-αφύσικου. Σε αντίθεση με το cyborg των Clynes και Kline, που εμφανιζόταν σαν ένας “υπεράνθρωπος” εφοδιασμένος με τρομερή αντοχή επιβίωσης σε εχθρικά εξωγήινα περιβάλλοντα, το cyborg της Haraway παρουσιάζεται σαν ένα καθημερινό πλάσμα στον κόσμο του ύστατου καπιταλισμού. Όμως, ένα πλάσμα που είναι “αντιπολιτεύομενο, ουτοπικό και εντελώς χωρίς καμιά αθωότητα” με την έννοια ότι είναι “αποφασισμένο για μεροληψία, ειρωνεία, στενές σχέσεις και διαστροφή” (Haraway, 1991). Με αυτές τις αντιφατικές μορφές πρότεινε η Haraway να γίνει το cyborg “η οντολογία μας” και “να μας δώσει την πολιτική μας” (Haraway, 1991). Διότι η ανατρεπτική του υπόσταση θα μπορούσε να του επιτρέψει να παρακάμψει αποτελεσματικά την στρατιωτική-βιομηχανική προέλευσή του ώστε τελικά να ηγηθεί του πολιτικού αγώνα της κοινωνικής και φυλετικής απελευθέρωσης. Το θέμα όμως είναι κατά πόσο η απελευθερωτική κατασκευή του cyborg λύνει οριστικά τέτοιες κοινωνικο-πολιτικές αντιθέσεις και δεν τις μετατοπίζει σε κάποιο άλλο επίπεδο. Χαρακτηριστικά προβληματισμένη η N. Katherine Hayles γράφει ότι η δυνητική πραγματικότητα, “για κάθε λύση που προσφέρει, εγείρει καινούργια προβλήματα και, για κάθε κακό που ξεσπά, μπορεί να δημιουργήσει καινούργιες δυνατότητες. Η αντίδραση απέναντι στην φετιχιστική εμμονή για έλεγχο δίνεται από την αυθόρμητη και ελεύθερη συλλογικότητα που αναδύεται όταν πολλαπλοί μέτοχοι της δυνητικής πραγματικότητας συνεργάζονται για να κτίσουν τον κόσμο τους. Στην αντιστάθμιση της δημιουργίας των τεχνο-υποκειμένων βρίσκεται η ικανότητα της δυνητικής πραγματικότητας να ξεπερνά τα αδιέξοδα και να επιστρέφει στο ανασυγκροτούμενο υποκείμενο μια πλούσια ποικιλία κέντρων των αισθήσεων που περιλαμβάνουν οπτικές, κινησιο-αισθητικές και απτικές εμπειρίες. Η εξισορρόπηση της υποκείμενης λογικής της μηχανής, που παρά την χρησιμότητά της είναι η Προκρούστια κλίνη στην οποία η ανθρώπινη αντίληψη πρέπει να ταιριάσει, είναι η συγκίνηση της δημιουργίας και της εξερεύνησης των δυνητικών κόσμων” (Hayles, 1993).

Βιβλιογραφία

1. Ampère, A.-M. (1843). Essai sur la Philosophie des Sciences, ou Exposition Analytique d’une Classification Naturelle de toutes les Connaissances Humaines. Paris: Bachelier.
2. Bertalanffy, L. von (1975). General System Theory: Foundations, Development, Applications. New York: Braziller.
3. Campbell, J. (1982). Grammatical Man: Information, Entropy, Language, and Life. New York: Simon and Schuster.
4. Channell, D.E. (1991). The Vital Machine: A Study of Technology and Organic Life. New York: Oxford University Press.
5. Clynes, M.E., & N.S. Kline (1960). “Cyborgs and Space.” Astronautics, September 26-27, 74-76.
6. Edwards, P.N. (1996). The Closed World: Computers and the Politics of Discourse in Cold War America. Cambridge, Mass.: MIT Press.
7. Gibson, W. (1984). Neuromancer. New York: Ace Books.
8. Haraway, D. (1991). “A Cyborg Manifesto: Science, Technology, and Socialist-Feminism in the Late Twentieth Century.” In D. Haraway, Simians, Cyborgs, and Women: The Reinvention of Nature (pp. 149-181). New York: Routledge.
9. Hayles, N.K. (1993). “The Seduction of Cyberspace.” In V.A. Conley (ed.), Rethinking Technologies (pp. 173-190). Minneapolis: University of Minnesota Press.
10. Hayles, N.K. (1996). “Boundary Disputes: Homeostasis, Reflexivity, and the Foundations of Cybernetics.” In R. Markley (ed.), Virtual Realities and Their Discontent (pp. 11-37). Baltimore & London: The Johns Hopkins University Press.
11. Heims, S.J. (1991). Constructing a Social Science for Postwar America: The Cybernetics Group. Cambridge, Mass.: MIT Press.
12. Jameson, F. (1991). Postmodernism, or, the Cultural Logic of Late Capitalism. Durham, NC: Duke University Press.
13. Luhmann, N. (1990a). Essays on Self-Reference. New York: Columbia University Press.
14. Luhmann, N. (1990b). “The Cognitive Program of Constructivism and a Reality that Remains Unknown.” In W. Krohn et. al. (eds.), Selforganization: Portrait of a Scientific Revolution (pp. 64-85). Dordrecht: Kluwer Academic Publishers.
15. Maturana, H.R., & F.J. Varela (1980). Autopoiesis and Cognition: The Realization of the Living. Boston Studies in the Philosophy of Sciences, vol. 42. Dordrecht: D. Reidel.
16. Maturana, H.R., & F.J. Varela (1988). The Tree of Knowledge: The Biological Roots of Human Understanding. Boston: New Science Library.
17. McCulloch, W., & W. Pitts (1943). “A Logical Calculus of the Ideas Immanent in Nervous Activity,” Bulletin of Mathematical Biophysics, 5, 115-133.
18. McLuhan, M. (1964). Understanding Media: The Extensions of Man. New York: Mentor.
19. Moravec, H. (1988). Mind Children: The Future of Robot and Human Intelligence. Cambridge, Mass.: Harvard University Press.
20. Μπουντουρίδης, Μ.Α. (1994a). “Τα Ίχνη του Κυβερνοχώρου: VR, Internet και Λεωφόροι των Πληροφοριών.” Εργασία που παρουσιάσθηκε στο Διεθνές Εαρινό Σχολείο στα Ψηφιακά Μέσα "From Computer Graphics to Virtual Reality", Αθήνα, 1-4 Μαρτίου 1994. (Διαθέσιμη ηλεκτρονικά στην διεύθυνση http://www.duth.gr/gr/kosmos/mose.html)
21. Μπουντουρίδης, Μ.Α. (1994b). “Εφαρμογές της VR στις Επιστήμες και την Τεχνολογία.” Εργασία που παρουσιάσθηκε στο Διεθνές Εαρινό Σχολείο στα Ψηφιακά Μέσα "From Computer Graphics to Virtual Reality", Αθήνα, 1-4 Μαρτίου 1994.
22. Rheingold, H. (1993). The Virtual Community. Reading, Mass.: Addison-Wesley.
23. Rosenblueth, A., N. Wiener, & J. Bigelow (1943). “Behavior, Purpose, and Teleology,” Philosophy of Science, 10, 18-24.
24. Shannon, C.E, & W. Weaver (1949). The Mathematical Theory of Communication. Urbana: University of Illinois Press.
25. Tomas, D. (1995). “Feedback and Cybernetics: Reimaging the Body in the Age of the Cyborg.” In M. Featherstone & R. Burrows (eds.), Cyberspace/Cyberbodies/Cyberpunk (pp. 21-43). London: Sage.
26. Umpleby, S.A. (1990). “The Science of Cybernetics and the Cybernetics of Science.” Cybernetics and Systems, 21, 109-121.
27. Varela, F.J. (1979). Principles of Biological Autonomy. New York: North Holland.
28. Von Foerster, H. (ed.) (1949-1955). Cybernetics: Circular Causal and Feedback Mechanisms in Biological and Social Systems, vols. 6-10. New York: Macey Foundation.
29. Von Foerster, H. (1979). “Cybernetics of Cybernetics.” In K. Krippendorff (ed.), Communication and Control in Society. New York: Gordon & Breach.
30. Von Foerster, H.(ed.) (1981). Observing Systems. Salinas: Intersystems Publications.
31. Weaver, W. (1949). “Problems of Organized Complexity,” American Scientist, 36, 536-544.
32. Wiener, N. (1948a). Cybernetics: Control and Communication in the Animal and the Machine. Cambridge, Mass.: MIT Press.
33. Wiener, N. (1948b). “Cybernetics,” Scientific American, 179, 14-19.
34. Wiener, N. (1954). The Human Use of Human Beings: Cybernetics and Society. New York: Doubleday Anchor.

Πίσω στη Προσωπική Σελίδα του Μ.Α. Μπουντουρίδη