(Πρόχειρες) Σημειώσεις
Φεβρουάριος 1995

 

ΥΠΕΡΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΜΕΣΑ

Κινήσεις στον Ηλεκτρονικό Χώρο Γραφής


Μωυσή Α. Μπουντουρίδη

mboudour@duth.gr
http://www.duth.gr/~mboudour/


Η δομή παρουσίασης του γραπτού λόγου υπακούει σε κάποιες επιλογές τοποθέτησης σε σειρά των μερών του κειμένου, που ακολουθεί ο συγγραφέας, για να προσδώσει στο κείμενο την επιθυμητή νοηματική συγκρότηση. Υπάρχει έτσι συνήθως στο γραπτό κείμενο μια μορφή θεματικής ιεράρχησης, μια ακολουθητική σειρά προσέγγισης των θεμάτων. Πράγματι, οι πρώτες τεχνολογίες του γραπτού λόγου (όπως, π.χ., ο πάπυρος και ο κώδικας) αντιστοιχούσαν πλήρως στην γραμμική αυτή ροή του κειμένου.

Στο εσωτερικό όμως της δομής που σχηματίζει ένα γραπτό κείμενο διαμορφώνονται αυτόματα κάποιες θεματικές συνδέσεις, που αλληλοσυσχετίζουν μέρη ή θέματα του κειμένου, τα οποία δεν βρίσκονται σε άμεση διαδοχική σειρά παρουσίασης. Ένας λόγος για την δημιουργία των θεματικών αυτών συνδέσεων είναι το μάλλον αναπόφευκτο (τουλάχιστον μεθοδολογικά) γεγονός του τεμαχισμού του αντικειμένου του λόγου, όταν επιχειρείται μια κατά το δυνατόν πλήρης προσέγγιση. Ένας άλλος λόγος βρίσκεται στις εκφραστικές προθέσεις του ίδιου του συγγραφέα να δώσει περισσότερη ή λιγότερη έμφαση και βαρύτητα στα συστατικά μέρη του λόγου του, όταν επιλέγει μια καθορισμένη σειρά παρουσίασης.

Επιπλέον, υπάρχουν και οι εξωτερικές συνδέσεις μεταξύ διαφορετικών γραπτών κειμένων. Πράγματι, το σύνολο των γραπτών μπορούμε να υποθέσουμε ότι συνιστά έναν ομοειδή χώρο, τον χώρο της γραφής (writing space), όπως τον ονόμασε ο J.D. Bolter στο βιβλίο του "Writing Space: The Computer, Hypertext, and the History of Writing," Lawrence Erlbaum Associates, 1991. Στον χώρο αυτόν εγγράφεται το σύνολο των συνεισφορών με μορφή γραπτού κειμένου σε ολόκληρο το φάσμα των δραστηριοτήτων του ανθρώπου, από τη λογοτεχνία ως την επιστήμη, από τον ελεύθερο χρόνο ως την πολιτική. Ο χώρος αυτός αποτελεί μια τεράστια συλλογή από γραπτά κείμενα, πολλά από τα οποία ασχολούνται με το ίδιο αντικείμενο ή προσεγγίζουν διαφορετικά αντικείμενα με την ίδια μεθοδολογία. Άλλες από τις ταυτίσεις αυτές γίνονται εν γνώσει των συγγραφέων, ενώ άλλες είναι μόνο συμπτωματικές. Η ίδια όμως η οικονομία του λόγου επιβάλλει την ανάγκη των συνδέσεων μεταξύ των γραπτών κειμένων ενός ή περισσοτέρων συγγραφέων.

Εκείνο που μας ενδιαφέρει να εξετάσουμε εδώ είναι η επίδραση της τεχνολογίας (γενικώς, της τεχνολογίας της γραφής, ειδικότερα) πάνω στην δομή του γραπτού κειμένου, πάνω στην διάρθρωση του χώρου της γραφής. Πώς επεμβαίνει η τεχνολογία στην διαμόρφωση της εσωτερικής οργάνωσης ενός γραπτού κειμένου και στην αποτύπωση των εξωτερικών αλληλεπιδράσεων μέσα στον χώρο της γραφής; Θέματα πολύ σημαντικά, που προφανώς δεν μπορούν να προσεγγισθούν με ικανοποιητική πληρότητα στα στενά όρια αυτού του σύντομου κειμένου. Απλώς θα περιοριστούμε στη σφαίρα της τεχνολογίας των υπολογιστών, της πληροφορικής, για να ασχοληθούμε με την αντίστοιχη μορφή κειμένου, το υπερκείμενο, και τις κατανεμημένες εκδοχές τους.

Παρότι ένα μεγάλο μέρος των εσωτερικών θεματικών συνδέσεων σε ένα γραπτό κείμενο και των εξωτερικών συνδέσεων-αναφορών στον χώρο της γραφής είναι υπονοούμενες (και κάποιες φορές υποκειμενικές, από τη μεριά του αναγνώστη), δεν είναι παρά στη μορφή του σύγχρονου τυπωμένου βιβλίου που κάποιες από αυτές τις συνδέσεις αποκτούν οργανωτική αξία για την παρουσίαση του κειμένου. Παραδείγματα τέτοιων συνδέσεων σε ένα τυπικό κείμενο βιβλίου είναι ο πίνακας των περιεχομένων, οι υποσημειώσεις ή σημειώσεις, συμπεριλαμβανομένης και της βιβλιογραφίας, και το ευρετήριο. Ο πίνακας των περιεχομένων, που συνήθως παρατίθεται στην αρχή του κειμένου, απλώς επιδεικνύει συνοπτικά την ακολοθούμενη σειρά και ιεραρχία των θεμάτων που εξετάζονται. Οι (υπο)σημειώσεις, είτε στο κάτω μέρος των σελίδων ή στο τέλος του κειμένου, δίνουν κάποιες επιπρόσθετες πληροφορίες, διευκρινιστικού χαρακτήρα ή βιβλιογραφικών παραπομπών και αναφορών (σαν τέτοιες αποτελούν την βιβλιογραφία στο τέλος του κειμένου). Το ευρετήριο, που τοποθετείται στο τέλος του κειμένου, συγκεντρώνει λίγο ή περισσότερο εξαντλητικά τις λέξεις και τους όρους των επιμέρους θεμάτων και εννοιών που καλύπτονται.

Πέρα από την επιφανειακή τυπική λειτουργία τους, τέτοιες συνδέσεις σαν τον πίνακα περιεχομένων, τις (υπο)σημειώσεις και το ευρετήριο μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν οδηγοί εναλλακτικών κινήσεων μέσα στο υλικό του κειμένου του βιβλίου και γενικότερα μέσα στον χώρο της γραφής. (Βέβαια, στα ακραία παράδειγματα των βιβλίων σαν τα λεξικά και τις εγκυκλοπαίδειες, τέτοιες συνδέσεις λειτουργούν αποκλειστικά και μόνο σαν οδηγοί κινήσεων ανάγνωσης.) Αυτές είναι οι κινήσεις που δεν παρακολοθούν την δεδομένη γραμμική ροή των σελίδων του βιβλίου (τη ροή που σαφώς υποδεικνύεται από το συγγραφέα), αλλά που ανοίγουν τα δυνητικά κανάλια επικοινωνίας του ιστού των συνδέσεων, αυτών που υφαίνουν την δομή του κειμένου και του χώρου της γραφής (σύμφωνα πάντα με τις προσωπικές επιλογές του αναγνώστη).

Υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς της εποχής του τυπωμένου βιβλίου που προσπάθησαν να εξερευνήσουν μέσα στο χώρο της γραφής τις δυνατότητες της μη ακολουθητικής εμπειρίας του κειμένου (δείτε το βιβλίο του Bolter). Ο James Joyce έγραψε τον "Οδυσσέα" ("Ulysses") και το "Ξύπνημα του Finnegan" ("Finnegan's Wake") σαν ένα δίκτυο από συνδεόμενες, αλληλοπαραπέμπουσες και συνεχώς μετατοπιζόμενες ιδέες. Ο Jorge Luis Borges μπορεί να έγραφε με τον παραδοσιακό γραμμικό τρόπο, αλλά το αντικείμενό του ήταν ο ίδιος ο χώρος της γραφής: βιβλία για βιβλία, κείμενα με ασταμάτητες διακλαδιζόμενες πλοκές, με περίεργες αυτο-παραπομπές, με ατέλειωτες μεταθέσεις, τεράστιες βιβλιοθήκες των δυνατοτήτων.

Το γεγονός είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες η τεχνολογία της πληροφορικής έχει στην κυριολεξία αναδομήσει όλη την οικονομία του κειμένου και του χώρου της γραφής. Έχουν προκύψει καινούργιοι τρόποι γραφής και ανάγνωσης με την διεύρυνση των δυνατοτήτων της επεξεργασίας και της επικοινωνίας των πληροφοριών. Πέρα από τη σχεδόν καθολική πλέον επικράτηση της τεχνολογίας της πληροφορικής στην εκτύπωση και παραγωγή του βιβλίου, η τεχνολογία αυτή μεταμορφώνει τον ίδιο το χώρο της γραφής. Το γραπτό κείμενο της παραδοσιακής τυπωμένης μορφής μετασχημετίζεται σε ηλεκτρονικό κείμενο με τη χρήση διαφόρων επεξεργαστών κειμένων. Οι πληροφορίες των κειμένων μαζί με ένα μεγάλο πλήθος από ποικιλόμορφα δεδομένα συγκεντρώνονται σε τεράστιες ηλεκτρονικές τράπεζες δεδομένων (databases), επεξεργάζονται μέσω εξειδικευμένων τεχνικών της πληροφορικής και απεικονίζονται με την βοήθεια των γραφικών του υπολογιστή και των πολυμέσων. Επιπλέον, το υλικό του ηλεκτρονικού κειμένου κατανέμεται παγκοσμίως μέσα στα δίκτυα των υπολογιστών για τις επικοινωνίες δεδομένων.

Ουσιαστικά, η τεχνολογία της πληροφορικής προσφέρει το κατάλληλο ευκολόπλαστο υλικό, με το οποίο μπορούν να πάρουν σάρκα και οστά οι διασυνδετικές τάσεις που δημιουργήθηκαν στον χώρο της ύστατης τυπωμένης γραφής. Με το υπερκείμενο, το κείμενο της εποχής της πληροφορικής, απελευθερώνονται οι δυνατότητες για ένα κείμενο ανοικτό, εύκολα προσιτό, επεκτάσιμο, ανατροποποιούμενο, εξελίξιμο. Με άλλα λόγια, το υπερκείμενο γίνεται προϊόν μιας συλλογικής και αλληλεπιδραστικής γνωστικής διαδικασίας, αυτής που ο Edward Barrett ονομάζει "κοινωνική κατασκευή της γνώσης" (δείτε τον τόμο, που επιμελήθηκε ο Barrett, "Sociomedia: Multimedia, Hypermedia, and the Social Construction of Knowledge," The MIT Press, 1992).

Το υπερκείμενουπεργραπτό) - hypertext - είναι μια μη ακολουθητική μορφή παρουσίασης ενός γραπτού κειμένου. Παρότι ο σύγχρονος όρος αναφέρεται σε ηλεκτρονικά κείμενα (κάτι που θα το προϋποθέτουμε στη συνέχεια), ο περιορισμός αυτός δεν είναι εντελώς απαραίτητος. Για την ιστορία του υπερκειμένου δείτε το βιβλίο του J. Nielsen, "Hypertext and Hypermedia," Academic Press, 1990. Μόνο, ας αναφέρουμε ότι ο όρος "hypertext" επινοήθηκε το 1965 από τον Ted Nelson (δείτε τον Nielsen για περισσότερες λεπτομέρειες).

Έτσι, σε ένα υπερκείμενο, η διαδοχή των τμημάτων του γραπτού δεν υπακούει σε μια σταθερή φυσική σειρά (σαν εκείνη που υπαγορεύεται από την τοποθέτηση των σελίδων), αλλά επαφίεται στον χρήστη να ακολουθήσει κάποια σειρά της δικής του επιλογής. Εννοείται πάντως ότι η σειρά αυτή επιλέγεται με στόχο μια πρακτικότερη "ανάγνωση" του κειμένου και προφανώς θα πρέπει να επιτρέπεται από το συγκεκριμένο πληροφορικό σύστημα του υπερκειμένου (με την έννοια ότι θα έχει γίνει ο κατάλληλος προγραμματισμός).

Σύμφωνα με μια καθιερωμένη πλέον ορολογία των υπερκειμένων, ονομάζονται έγγραφα (documents) οι αυτοτελείς ενότητες του κειμένου που επιδεικνύονται στην οθόνη του υπολογιστή. Σε ένα έγγραφο, κάποια τμήματά του (που μπορεί να είναι και όλο το έγγραφο) ονομάζονται κόμβοι (nodes), όταν χρειάζεται τα τμήματα αυτά να συνδέονται (ή να αναφέρονται) με άλλα τμήματα του κειμένου (δηλαδή, με άλλους κόμβους ή με άλλα έγγραφα). Και ονομάζονται σύνδεσμοι (links) οι συνδέσεις (ή αναφορές ή παραπομπές) μεταξύ των κόμβων ή εγγράφων του υπερκειμένου.

Το μέγεθος ενός κόμβου δεν είναι προκαθορισμένο και μπορεί να ποικίλει από ένα ή περίσσοτερα γράμματα ή σύμβολα ως μια ή περισσότερες προτάσεις, παραγράφους ή μεγαλύτερες ενότητες του κειμένου του κόμβου. Επιπλέον, τα είδη των διασυνδεόμενων κόμβων χαρακτηρίζουν τους συνδέσμους. Έτσι, υπάρχουν σύνδεσμοι σημείου-προς-σημείο (point-to-point links), σύνδεσμοι σημείου-προς-περιοχή (point-to-span links) και σύνδεσμοι περιοχής-προς-περιοχή (span-to-span links). Ένας σύνδεσμος σημείου-προς-σημείο πηγαίνει από ένα "σημείο" - δηλαδή, μια συγκεκριμένη θέση στο έγγραφο (που μπορεί να είναι κόμβος αποτελούμενος από ακριβώς ένα γράμμα ή σύμβολο) - σε ένα άλλο σημείο στο ίδιο ή σε άλλο έγγραφο. Οι "περιοχές" είναι κόμβοι του εγγράφου μεγαλύτερης έκτασης από ένα σημείο (π.χ., παράγραφοι ή άλλες ενότητες του κειμένου του κόμβου).

Με άλλα λόγια, ένα υπερκείμενο αποτελείται από έγγραφα, κόμβους και συνδέσμους, ή παραστατικότερα, το υπερκείμενο συνιστά ένα δίκτυο από έγγραφα, κόμβους και συνδέσμους. Ένα έγγραφο στο υπερκείμενο μπορεί ή δεν μπορεί να περιλαμβάνει κόμβους, αναλόγως του αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν σύνδεσμοι (αναφορές) από κάποιους κόμβους στο έγγραφο αυτό προς άλλα έγγραφα ή προς άλλους κόμβους κάποιων άλλων εγγράφων. Ένας κόμβος, στο εσωτερικού του οποίου δεν περιέχονται άλλοι κόμβοι, ονομάζεται φύλλινος κόμβος (leaf node). Επίσης, ένα έγγραφο μπορεί να αποτελεί την αναφορά άλλων κόμβων κάποιων άλλων εγγράφων, όταν υπάρχουν σύνδεσμοι των άλλων κόμβων προς το εν λόγω έγγραφο. Δηλαδή, ένα έγγραφο ενδέχεται να είναι το ίδιο κόμβος αναφοράς και, έτσι, όταν θα αναφερόμαστε σε κόμβους, θα μπορούμε να εννοούμε και έγγραφα. Ουσιαστικά λοιπόν, το υπερκείμενο αποτελείται από διασυνδεόμενα έγγραφα με τέτοιο τρόπο ώστε σε κάθε έγγραφο να μπορούν να εντοπίζονται οι κόμβοι και οι σύνδεσμοι των διασυνδέσεων. Με την τελευταία έννοια, χρησιμοποιείται μερικές φορές ο όρος υπερέγγραφο (hyperdocument) για το έγγραφο εκείνο που μπορεί να αποτελεί ένα αυτάρκες και αυτόνομο τμήμα του υπερκειμένου στο οποίο ανήκει.

Συγκρίνοντας το γραπτό κείμενο με το υπερκείμενο, μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι, ενώ ο αναγνώστης ενός γραπτού (στην κυριολεξία) διαβάζει το κείμενο, ο αναγνώστης ενός υπερκειμένου κινείται ή, πιο παραστατικά, "πλοηγεί" ή "περιηγείται," μέσα στο δίκτυο των κόμβων. Παράλληλα, μπορούμε να αναφερόμαστε στα "όργανα πλοήγησης" ή "όργανα περιήγησης" (browsers) για εκείνα τα εργαλεία, με τα οποία διεκπεραιώνεται η "ανάγνωση" ενός υπερκειμένου. Προφανώς, η "ανάγνωση" ενός υπερκειμένου, θεωρούμενη σαν "πλοήγηση" ή "περιήγηση," τονίζει την ενεργητική στάση του αναγνώστη να κινηθεί στον χώρο της γραφής δια μέσου των κόμβων με ένα σχετικά ελεύθερο τρόπο (φυσικά, στον βαθμό που ο επιλεγόμενος τρόπος κίνησης υποστηρίζεται από τους υπάρχοντες συνδέσμους).

Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι, πέρα από τον αριθμό των διατιθέμενων συνδέσμων, έχει μεγάλη σημασία και η κατεύθυνση των συνδέσμων. Πράγματι, κάθε σύνδεσμος σε ένα υπερκείμενο συνδέει δυο κόμβους και κατευθύνεται από τον ένα κόμβο στον άλλο, από τον αρχικό κόμβο στον τελικό κόμβο. Ο αρχικός κόμβος ονομάζεται κόμβος προέλευσης ή απλώς άγκυρα (anchor) και ο τελικός κόμ-βος ονομάζεται κόμβος προορισμού. Σύμφωνα με τα προηγούμενα, ένας κόμβος προορισμού μπορεί να είναι είτε κόμβος-τμήμα ενός άλλου εγγράφου ή ένα ολόκληρο άλλο έγγραφο. Όμως οι κόμβοι προέλευσης, δηλαδή, οι άγκυρες, είναι πάντα κόμβοι-τμήματα ενός εγγράφου. Επιπλέον, συνήθως σε περιβάλλον γραφικών, οι άγκυρες εμφανίζονται είτε υπογραμμισμένες ή γραμμένες με διαφορετικό χρώμα γραμμάτων ή τοποθετημένες σε κάποιο διακριτό πλαίσιο, έτσι ώστε η ενεργοποίησή τους (πχ, πατώντας το ποντίκι στις άγκυρες αυτές) να οδηγεί στους κόμβους προορισμού.

Ειδικότερα, ένα πληροφορικό σύστημα υπερκειμένου λέγεται ότι παρέχει συνδέσμους μονής κατεύθυνσης, όταν στο σύστημα αυτό επιδεικνύονται μόνο οι άγκυρες (οι κόμβοι προέλευσης). Αν επιπλέον το σύστημα μπορεί να καταγράφει και τους κόμβους προορισμού, τότε λέγεται διπλής κατεύθυνσης.

Παρότι δεν το αναφέραμε ρητά, ως εδώ μας απασχολούσε η παραδοσιακή μορφή του υπερκειμένου, που περιλαμβάνει μόνο σκέτο κείμενο (ηλεκτρονικό κείμενο). Από την άλλη όμως μεριά, τις τελευταίες δεκαετίες έχουν αναπτυχθεί τα πληροφορικά συστήματα που παρουσιάζουν, εκτός από κείμενο, γραφικά και διάφορες άλλες μορφές μέσων. Πράγματι, (σχεδόν) στο σύνολό τους, τα πληροφορικά μέσα (media), δηλαδή, οι τύποι παρουσίασης των πληροφορικών δεδομένων, μπορούν να είναι: κείμενο, ήχος, εικόνα, γραφικά υπολογιστή, κινούμενα σχέδια ή κινούμενες εικόνες.

Πάντως, εννοείται πως οι τύποι αυτοί των μέσων, που παρουσιάζονται (και επεξεργάζονται) σε έναν υπολογιστή είναι πάντα σε ψηφιακή μορφή. Έτσι, πχ, οι εικόνες και τα γραφικά συνήθως προέρχονται είτε από σαρωμένες μέσω scanner φωτογραφίες ή από σχεδιασμένες στον υπολογιστή απεικονίσεις ή από αντικειμενο-στραφείς (object- oriented) εικόνες που παράγονται από κάποιον αλγόριθμο γραφικών υπολογιστών. Όμως οι τύποι των πληροφορικών μέσων είναι κάτι πε-ρισσότερο (και διαφορετικό) από απλώς ψηφιοποιημένο υλικό, λόγω της δράσης των δυνατοτήτων επεξεργασίας του υπολογιστή. Για παράδειγμα, μια ψηφιοποιημένη εικόνα είναι η πρώτη ύλη, η οποία μπορεί να διαμορφωθεί στο πληροφορικό μέσο της εικόνας μετά από κατάλληλη επεξεργασία στον υπολογιστή. Παρόμοια, τα γραφικά των τριδιάστατων σκηνών είναι ουσιαστικά διαφορετικά από τις ψηφιοποιημένες φωτογραφίες των αντίστοιχων σκηνών.

Στην περίπτωση τώρα, που σε ένα πληροφορικό σύστημα υπάρχουν δεδομένα στη μορφή δυο ή περισσότερων τύπων μέσων, τότε ονομάζονται πολυμέσα (multimedia) τα συστήματα αυτά. Επιπλέον, ονομάζονται υπερμέσα (hypermedia) τα συστήματα του υπερκειμένου που περιλαμβάνουν δεδομένα σε μορφή πολυμέσων, δηλαδή, δεδομένα δυο ή περισσοτέρων τύπων μέσων. Προφανώς λοιπόν, τα υπερμέσα αποτελούν μια γενίκευση του υπερκειμένου με την ενσωμάτωση στο κείμενο των πολυμέσων.

Φυσικά, τα πολυμέσα δεν είναι υπερμέσα. Γιατί σε ένα σύστημα πολυμέσων υπάρχει μόνο η μείξη δυο ή περισσοτέρων διαφορετικών τύπων μέσων, αλλά δεν υπάρχει η εσωτερική όργανωση των διασυνδεόμενων αναφορών και των συνδέσμων που δομούν τη λειτουργία του υπερκειμένου σε ένα σύστημα υπερμέσων. Άρα, μόνο όταν οι χρήστες, μέσω κάποιου βαθμού αλληλεπίδρασης με το σύστημα, μπορούν να ελέγχουν τις επιλογές των ακολουθούμενων συνδέσμων μεταξύ του πληροφορικού υλικού ενός συστήματος πολυμέσων, πρακτικά μόνο τότε δικαιολογείται να ονομάζεται σύστημα υπερμέσων ένα τέτοιο σύστημα.

Η ανάπτυξη της τεχνολογίας των δικτύων δημιούργησε νέες δυνατότητες για την διάθεση των συστημάτων υπερμέσων. Η διανομή των υπερμέσων μέσα από

τα δίκτυα οδήγησε σε τροποποιήσεις του σχεδιασμού τους, για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις λειτουργίας από απόσταση, έτσι όπως αυτές καθορίζονται από τα υπάρχοντα τηλεπικοινωνιακά συστήματα, τα λειτουργικά συστήματα υπολογιστών, τα πρωτόκολλα και τις αρχιτεκτονικές των δικτύων υπολογιστών, κλπ. Διαμορφώθηκαν έτσι τα ονομαζόμενα συστήματα κατανεμημένων υπερμέσων (distributed hypermedia), τα συστήματα, δηλαδή, της διανομής των υπερμέσων μέσα στα δίκτυα των υπολογιστών. Λόγω κόστους και χρόνου διανομής, μια τέτοια δικτυακή διανομή σαφώς υπερτερεί έναντι της φυσικής διανομής των υπερμέσων (πχ, σαν CD-ROM).

Με άλλα λόγια, στα κατανεμημένα υπερμέσα υλοποιείται η σύγκλιση των επιτευγμάτων πολλών διαφορετικών τεχνολογιών, που αφορούν τα συστήματα πολυμέσων, τα δίκτυα ηλεκτρονικής επικοινωνίας, τα ψηφιακά συστήματα διακίνησης και ανάκτησης πληροφοριών και τις τράπεζες δεδομένων. Αυτονόητη είναι λοιπόν η σημασία των κατανεμημένων υπερμέσων σε ένα μεγάλο πλήθος εφαρμογών: επιστημονικές, εκπαιδευτικές, ιατρικές, ενημερωτικές, πολιτιστικές, καλλιτεχνικές και εμπορικές. Για όλους αυτούς τους λόγους, είναι άκρως βάσιμη η πεποίθηση ότι τα κατανεμημένα υπερμέσα ανοίγουν τον δρόμο για τις σχεδιαζόμενες, τον καιρό αυτό, μεγάλες λεωφόρους των πληροφοριών.



Πίσω στη Προσωπική Σελίδα του Μ.Α. Μπουντουρίδη