Προσκεκλημένη Ομιλία στο Συνέδριο
Πληροφορική και Διαδύκτιο:
Εφαρμογές και Προοπτικές για την Ανάπτυξη της Περιφέρειας
11-12 Σεπτεμβρίου 1999, Αργοστόλι, Κεφαλονιά

 

 

INTERNET ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

 

Μωυσή Α. Μπουντουρίδη

Τμήμα Μαθηματικών
Πανεπιστήμιο Πατρών
265 00 Ρίο Πάτρας

mboudour@upatras.gr
http://www.math.upatras.gr/~mboudour

 

 

Ο σκοπός μας εδώ είναι να συζητήσουμε τη σχέση μεταξύ του Internet και της κοινωνίας, κάτι που προφανώς αποτελεί μια μερική περίπτωση της σχέσης μεταξύ της σύγχρονης τεχνολογίας και της κοινωνίας. Ο τρόπος, με τον οποίον θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τη σχέση αυτή, εντάσσεται στους προβληματισμούς των ονομαζόμενων κοινωνικών μελετών της τεχνολογίας (Technology Studies). Με δεδομένη τη στενή σχέση μεταξύ επιστήμης και τεχνολογίας, οι κοινωνικές μελέτες της τεχνολογίας συνδέονται άμεσα με τις ονομαζόμενες κοινωνικές μελέτες της επιστήμης (Science Studies). Μαζί οι δυο αυτές περιοχές έρευνας απαρτίζουν το αντικείμενο των Κοινωνικών Μελετών της Επιστήμης και της Τεχνολογίας, που συνήθως στην αγγλόφωνη θεματολογία αναφέρεται με τα αρχικά STS (από το Science and Technology Studies, που είναι τα ίδια με τα αρχικά των λέξεων Science-Technology-Society). [Σχόλιο (Αναφορά) – http://hyperion.math.upatras.gr/courses/sts ]

Αρχικά ας πούμε ότι, στο πλαίσιο των κοινωνικών μελετών της επιστήμης, η μελέτη της σχέσης της επιστήμης με την κοινωνία στηρίζεται στην διερεύνηση της ιδιαίτερης (αν υπάρχει) διάρθρωσης της επιστήμης και των υλικών συνθηκών ύπαρξής της. Πιο συγκεκριμένα, το αντικείμενο της ανάλυσης των σχέσεων επιστήμης και κοινωνίας εστιάζεται στη μελέτη αφενός του εσωτερικού περιεχομένου της επιστήμης κι αφετέρου του γενικότερου πλαισίου (context), μέσα στο οποίο λειτουργεί η επιστήμη. Γενικώς, το εσωτερικό περιεχόμενο της επιστήμης θεωρείται ότι διέπεται από κάποια εξειδικευμένη λογική τεχνικής φύσης κι αναπαράγεται σύμφωνα με το γνωστικό δυναμικό της ανθρώπινης νόησης. Από την άλλη μεριά, το γενικότερο πλαίσιο, μέσα στο οποίο διαμορφώνεται η επιστημονική δραστηριότητα, είναι κοινώς αποδεκτό ότι αφενός προσδιορίζεται από συγκεκριμένους κοινωνικούς και πολιτιστικούς παράγοντες κι αφετέρου συμβάλλει το ίδιο στη συγκεκριμένη κοινωνική διάρθρωση του επιστημονικού έργου (όπως, π.χ., μέσω της μελέτης της επιστημονικής διαστρωμάτωσης, του συστήματος επιστημονικής επιβράβευσης κι αξιολόγησης, των επιστημονικών ομαδοποιήσεων, κλπ.).

Σύμφωνα τώρα με την κλασική φιλοσοφία της επιστήμης, πρέπει να υπάρχει ένας απόλυτος διαχωρισμός μεταξύ του εσωτερικού λογικού περιεχομένου της επιστήμης και των εξωτερικών κοινωνιολογικών ή ψυχολογικών παραγόντων, που καθορίζονται στο γενικότερο πλαίσιο, στο οποίο πραγματοποιείται η επιστήμη. Οπότε, η κλασική φιλοσοφία της επιστήμης εστιάζεται αποκλειστικά και μόνο στην ανάλυση της θεωρούμενης επιστημολογικής ιδιαιτερότητας της επιστημονικής γνώσης και στην αποκωδικοποίηση της λογικής της επιστημονικής ανακάλυψης, ανεξάρτητα και πέρα από ενδεχόμενους μεταφυσικούς στοχασμούς ή από τυχούσες κοινωνικές ή ψυχολογικές θεωρήσεις της επιστημονικής γνώσης κι ανακάλυψης.

Από την άλλη μεριά, η κλασική κοινωνιολογία της επιστήμης (που κατ’ εξοχήν προέρχεται από την δουλειά του αμερικανού κοινωνιολόγου Robert Merton [Βιβλιογραφία]) είχε απολύτως σεβαστεί τον προηγούμενο διαχωρισμό και, για αυτό, αρνιόταν να μελετήσει τη λογική και το γνωστικό περιεχόμενο της επιστήμης, αντικείμενα μελέτης που τα “χάριζε” στους προβληματισμούς της κλασικής επιστημολογίας. Έτσι, η παραδοσιακή κοινωνιολογία της επιστήμης απλώς περιοριζόταν να μελετήσει είτε την κοινωνική θεσμοποίηση των κανόνων λειτουργίας της επιστήμης (οι περίφημες “νόρμες του Merton”), που εγγυούνταν την κοινωνική στήριξη των λογικών δομών της επιστήμης, είτε να εντοπίσει ποιες κοινωνικές συνθήκες μπορούσαν να οδηγήσουν στις αποκλίσεις μιας λανθασμένης λογικής της επιστήμης (η κοινωνιολογία του λάθους).

Για παράδειγμα, αν η κλασική φιλοσοφία της επιστήμης απασχολιόταν με το Internet, θα ενδιαφερόταν μόνο για το επιστημονικό περιεχόμενό του, δηλαδή, απλώς για τη συστηματοποίηση των θεωριών της πληροφορικής (γλώσσες, αλγόριθμοι, πολυπλοκότητα κλπ.), της κυβερνητικής (πληροφορία κι επικοινωνία) και της τεχνολογίας των ψηφιακών δικτύων. Με άλλα λόγια, από το σύνολο των πολυπληθών διαπλοκών μεταξύ του Internet, των επιστημονικών θεμελίων του, των τεχνολογιών που το υλοποιούν, και της κοινωνίας, η επιστημολογική προσέγγιση θα επιχειρούσε να εστιασθεί στις λογικές-γνωστικές δομές των επιστημονικών θεωριών, πάνω στις οποίες οικοδομείται το Internet, και θα αδιαφορούσε για όλα τα σημαντικά κοινωνικά θέματα, όπως των επιπτώσεων, των επιδράσεων στη συμπεριφορά των χρηστών, των ενδεχομένων αλλαγών στα πρότυπα κοινωνικών συλλογικοτήτων, που αναπτύσσονται στο Internet, κλπ. Φυσικά, για τις απαιτήσεις της σημερινής δημόσιας κατανόησης της επιστήμης και τεχνολογίας, όλοι οι τελευταίοι κοινωνικοί παράγοντες θεωρούνται το ίδιο, αν όχι περισσότερο, σημαντικοί από τα επιστημονικά και τεχνολογικά προβλήματα του Internet, που ίσως τα περισσότερα απ’ αυτά μπορούν να θεωρηθούν κατ’ αρχήν λυμένα. Και, για αυτό, η κλασική επιστημολογία του Internet φαίνεται μάλλον να συγκεντρώνει ελάχιστο ενδιαφέρον.

Τώρα, ως προς την θεώρηση του Internet, που θα μπορούσε να γίνει στο πλαίσιο της κλασικής κοινωνιολογίας της επιστήμης, αυτή θα αποσκοπούσε τελικά στην διατύπωση κάποιων κοινωνικών κανόνων ή νορμών, οι οποίες θα αντιστοιχούσαν σε μια ιδανική λειτουργία του Internet πάνω στις βάσεις, που καθορίζουν οι επιστήμες κι οι τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας. Επιπλέον, η κλασική κοινωνιολογία της επιστήμης θα μπορούσε να ενδιαφερθεί για τα λάθη ή τις αποκλίσεις από την ισορροπημένη λειτουργία του Internet σε σχέση με τις λογικές δομές που το οικοδομούν. Για παράδειγμα, ένα τέτοιο θέμα θα μπορούσε να ήταν η κατανόηση των κοινωνικών λόγων, που οδηγούν στην παρατηρούμενη (τόσο αυξημένη τελευταία) πρόσβαση σε πηγές πληροφορίας πορνογραφικού υλικού στο Internet. Μ’ αυτές τις έννοιες, η μελέτη του Internet κάτω από το πρίσμα της κλασικής κοινωνιολογίας της επιστήμης θα μπορούσε να τροφοδοτούσε με κανονιστικές ή διατακτικές αρχές κυρίως τους δημόσιους φορείς, που θα επιθυμούσαν να υπαγορεύσουν στο κοινό και στους πολίτες μια ηθικίστικη στάση απέναντι στις νέες τεχνολογικές εξελίξεις. Ευτυχώς όμως, που η σύγχρονη δημόσια συνειδητότητα για θέματα προσωπικής ή συλλογικής ηθικής είναι μάλλον επιφυλακτική απέναντι σε γενικές κατευθύνσεις, που καθορίζονται “αφ’ υψηλού,” και προσπαθεί να εκτιμήσει κάθε φορά το συγκεκριμένο χαρακτήρα του περιεχομένου των δημόσια διατυπωμένων ηθικών υποδείξεων ή προσταγών.

Απέναντι στις κλασικές προσεγγίσεις της φιλοσοφίας και της κοινωνιολογίας της επιστήμης, οι κοινωνικές μελέτες της επιστήμης (που εμφανίσθηκαν μετά από τα μέσα της δεκαετίας του 1970) επιστρατεύουν μια εναλλακτική μεθοδολογία ανάλυσης των κοινωνικών επιδράσεων της επιστήμης. Μέσα από τη μεθοδολογία αυτή, οι κοινωνικοί προσδιορισμοί της επιστήμης αποκτούν μια κυρίαρχη σημασία σε όλα τα επίπεδα των επιστημονικών δρωμένων, από το εσωτερικό περιεχόμενο ως το εξωτερικό πλαίσιο ύπαρξής τους. Βέβαια, οι κοινωνικές μελέτες της επιστήμης δεν συγκροτούν μια ομοιογενή μεθοδολογία αλλά έχουν αναπτυχθεί σε μια σειρά από διαφορετικές προσεγγίσεις της σχέσης επιστήμης και κοινωνίας. [Σχόλιο (Βιβλιογραφία) – http://hyperion.math.upatras.gr/courses/sts ]

Σ’ όλες όμως σ’ αυτές τις προσεγγίσεις, υπάρχει μια λίγο πολύ κοινή αντιμετώπιση του βασικού προβλήματος της κατανόησης του πραγματικού χαρακτήρα της επιστημονικής λογικής ή, καλύτερα, της επιστημονικής θεωρίας. Ουσιαστικά, μια θεωρία δεν είναι παρά μια (θεωρητική) αναπαράσταση ενός αντικειμένου, το οποίο η θεωρία προσπαθεί να περιγράψει ή να κατανοήσει αναπαραγάγοντας (ή προσομοιώνοντας) την δομή του αντικειμένου με τους δικούς της θεωρητικούς όρους και προτάσεις. Προφανώς, αυτός είναι ο “αυτονόητα” παραδεκτός τρόπος κατανόησης της σχέσης αναπαράστασης κι αντικειμένου. Αλλά όμως μια τέτοια σχέση έχει τότε μόνο νόημα, όταν υπονοείται εξ αρχής η “αντικειμενική” ύπαρξη του αντικειμένου στον “έξω κόσμο.” Ειδικότερα, έτσι (το αντικείμενο “συνεπάγεται” την αναπαράσταση) γίνεται αντιληπτή η σχέση αναπαράστασης-αντικειμένου από την κλασική επιστημολογία ή από οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση, που θεμελιώνεται με βάση τη (σιωπηλή ή εκπεφρασμένη) αποδοχή ενός ενυπάρχοντος κι απόλυτου ορθολογισμού της αντικειμενικής πραγματικότητας.

Από την δική τους τώρα μεριά, οι κοινωνικές μελέτες της επιστήμης αντιλαμβάνονται τη σχέση αναπαράστασης-αντικειμένου με ακριβώς την αντίστροφη φορά. Κι αυτή η αντιστροφή είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική του τρόπου, με τον οποίον οι σύγχρονες κοινωνικές μελέτες της επιστήμης κατανοούν την επιστήμη, θέτοντας προτεραιότητα στη συλλογική-κοινωνική ενεργητική δραστηριότητα της επιστημονικής κοινότητας μέσα στο γενικότερο κοινωνικό πλαίσιο, που αυτή εντάσσεται. [Σχόλιο (Βιβλιογραφία) - Woolgar] Πιο συγκεκριμένα, αμφισβητώντας τις απόλυτες κι αυθύπαρκτες διαστάσεις ύπαρξης μιας θεωρούμενης αντικειμενικής πραγματικότητας, οι κοινωνικές μελέτες της επιστήμης υποστηρίζουν ότι είναι δια μέσου της ανθρώπινης κοινωνικής κι επικοινωνιακής διαδικασίας της δημιουργίας της αναπαράστασης, που πλάθεται και συγκροτείται το ίδιο το αναπαριστούμενο αντικείμενο (δηλαδή, σχηματικά, η αναπαράσταση “συνεπάγεται” το αντικείμενο). Με άλλα λόγια, οι κοινωνικές μελέτες της επιστήμης θέλουν να καταλάβουν πώς η αντικειμενική πραγματικότητα των επιστημονικών δραστηριοτήτων (που οδηγούν στο κτίσιμο μεθόδων, θεωριών κι άλλων γνωστικών αναπαραστάσεων) κατασκευάζεται κοινωνικά μέσα από μια ποικιλία κοινωνικών διαδικασιών, όπως επικοινωνίας, συζήτησης, διαπραγμάτευσης, συγκάλυψης, διαλεύκανσης, αντιδικίας, συναίνεσης κλπ. Για αυτό το λόγο, το αντικείμενο των κοινωνικών μελετών της επιστήμης θεωρείται ότι είναι η κοινωνική κατασκευή της επιστήμης και, για το σκοπό αυτό, η υιοθετούμενη μεθοδολογία είναι αυτή του κοινωνικού “κατασκευισμού” ή κονστρουκτιβισμού, όπως λέγεται.

Φυσικά, σ’ ό,τι αφορά το Internet, ο χαρακτήρας της συλλογικής-κοινωνικής κατασκευής του περιεχομένου του δεν αμφισβητείται σχεδόν ποτέ: Επειδή οποιαδήποτε πληροφορία, που εμφανίζεται στο Internet αμέσως ή εμμέσως (π.χ., από τις μηχανές αναζήτησης), μπορεί να τοποθετηθεί σε σχέση-σύνδεση με άλλες πληροφορίες, η συνολικά διαμορφούμενη “κοινωνία” των πληροφοριών διαρκώς και σταθερά αλληλο-τροποποιείται κι αποτελεί το προϊόν μιας συνεχιζόμενης διαδικασίας συμμετοχικής κατασκευής. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι μια τέτοια διαδικασία είναι πάντα το αποτέλεσμα κάποιας αρμονικής συνεργασίας: Πολλές φορές, αντιπαραθέσεις, αντιδικίες, ακόμη κι εσκεμμένες αποσιωπήσεις ή και διαστρεβλώσεις, διαμορφώνουν το περιεχόμενο των πληροφοριών, που κυκλοφορούν στο Internet.

Φαίνεται όμως η μ’ αυτόν τον τρόπο κοινωνικά κατασκευαζόμενη υπόσταση του Internet να υπερισχύει των αντικειμενικών χαρακτηριστικών της ύπαρξής του. Λέγοντας αυτό, δεν θέλουμε να μειώσουμε το κατά πόσον το Internet υπάρχει αντικειμενικά. Φυσικά κι υπάρχει! [Σχόλιο – Sokal] J Απλώς θέλουμε να ισχυριστούμε πόσο πολύ προβληματική είναι η θεώρηση του Internet σαν ένα συγκεκριμένο και καλά ορισμένο πράγμα ή (κοινωνικό-τεχνολογικό) αντικείμενο. Κάθε φορά που μια τέτοια πραγμοποίηση (reification) του Internet θα γινόταν εφικτή, την επόμενη στιγμή, που θα επενέβαινε η ατομική υποκειμενικότητα ενός χρήστη του Internet με την τοποθέτηση μιας νέας “σελίδας” ή έστω ενός νέου “συνδέσμου,” η αντικειμενική αυτή υπόσταση αυτόματα θα έπρεπε να αναθεωρηθεί για να συμπεριλάβει όλες τις δυνατές τροποποιήσεις της. Προφανώς, το πρόβλημα δεν είναι ποσοτικό (η εκθετική αύξηση του πληροφοριακού υλικού στο Internet) αλλά μάλλον ποιοτικό (η δυναμική αναδιάρθρωση μιας συνεχώς διαστελλόμενης τεράστιας βάσης δεδομένων). Μ’ αυτήν την έννοια, κάποιοι θα επιθυμούσαν να έβλεπαν ότι το Internet θα μπορούσε να υπάρξει αντικειμενικά μόνο σε μια κοινωνικά ρευστοποιημένη κατάσταση (ή φάση) σαν συνέπεια της διαρκούς κοινωνικής κατασκευής του έξω από οποιαδήποτε προκαθορισμένα όρια. Όπως θα δούμε παρακάτω, η έκπληξη αυτή, που δημιουργείται από την δυνατότητα της γενικής συνισταμένης να ξεπερνά την φύση των επιμέρους συνιστωσών της, είναι χαρακτηριστική για όλα σχεδόν τα κοινωνικά φαινόμενα, στον βαθμό που αυτά αποτελούν μια λανθάνουσα κι απρόβλεπτη συνέπεια ή μια μη σχεδιασμένη εξέλιξη των στοιχείων που τα προσδιορίζουν.

Όμως η ίδια η έκβαση των απρόβλεπτων κι ευμετάβλητων κοινωνικών φαινομένων σπάνια αφήνεται να εκκολαφθεί μόνη της και σχεδόν πάντα αποτελεί το στοίχημα κάποιων συγκεκριμένων κοινωνικών συγκρούσεων, που μπορούν να την ωθήσουν σ’ αντίθετες κατευθύνσεις. Έτσι, μπορεί από τη μια μεριά η σύλληψη του Internet σαν κάποιο “ανοικτό” σύστημα (με την οποίαν έχουν γαλουχηθεί γενιές ολόκληρες υποστηρικτών της πληροφορικής “κοινοκτημοσύνης,” του ελεύθερου λογισμικού κλπ.) να κατευθύνει τα οράματα ενός μεγάλου πλήθους δραστών (από αδάμαστους χακεράδες και κυβερνο-επαναστάτες ακτιβιστές ως νεοφιλελεύθερους ευαγγελιστές της παγκοσμιοποίησης). Αλλά από την άλλη μεριά, βρίσκονται οι οικονομικοί εκείνοι παράγοντες, που έχουν αναλάβει την εργολαβία της κατασκευής των πληροφοριακών λεωφόρων μιας παγκοσμιοποιημένης αγοράς, για τους οποίους το αποτέλεσμα των κοινωνικών διαδικασιών κατασκευής του περιεχομένου του Internet πρέπει οπωσδήποτε να είναι συσκευάσιμο σ’ ένα εμπορεύσιμο πράγμα: Σ’ ένα “μαύρο κουτί” (υπολογιστή, λογισμικού ή κλπ.), που μέσα σε μια φανταχτερή κι ελκυστική συσκευασία κλείνει ερμητικά τα μυστικά της δήθεν εξελιγμένης τεχνογνωσίας του και το μόνο μέλημα της λειτουργίας του είναι η μαγική διαχείριση εισόδου κι εξόδου, αιτιών κι αποτελέσματος, αναγκών και κέρδους.

Επιστρέφοντας τώρα στην ανάλυση της κοινωνικής κατασκευής της τεχνολογίας, όπως εξ αρχής διευκρινίσαμε, ερχόμαστε να δούμε πιο συγκεκριμένα πώς υλοποιείται η μετατόπιση [Σχόλιο (Βιβλιογραφία) - Woolgar] προς τη μεριά της τεχνολογίας του βασικού προσανατολισμού των κοινωνικών μελετών της επιστήμης. Έτσι, στη συνέχεια, θα προσπαθήσουμε να δούμε αναλυτικότερα τη σχέση του Internet με την κοινωνία κάτω από ένα τέτοιο πρίσμα. Φυσικά, η σχέση αυτή δεν είναι παρά μια ειδική περίπτωση της σχέσης τεχνολογίας-κοινωνίας, που θα επιχειρήσουμε τώρα να προσεγγίσουμε.

Αν λοιπόν θεωρήσουμε την τεχνολογία και την κοινωνία σαν δυο διακριτά πράγματα, που βρίσκονται σ’ απόσταση μεταξύ τους, τότε θα είχαμε να διαλέξουμε μεταξύ δυο δυνατών δράσεων από απόσταση [Σχόλιο (Βιβλιογραφία) – Latour]: Της δυνατότητας προσδιορισμού της κοινωνίας από την τεχνολογία, από τη μια μεριά. Και της δυνατότητας προσδιορισμού της τεχνολογίας από την κοινωνία, από την άλλη μεριά. Η πρώτη δράση συνήθως περιγράφεται σαν “τεχνολογικός ντετερμινισμός” κι η δεύτερη σαν “κοινωνικός ντετερμινισμός.” Όπως θα επιχειρηματολογήσουμε αναφορικά με το Internet κι οι δυο αυτές οι δράσεις, οι ντετερμινισμοί αυτοί, οδηγούν σε κάπως άγονους προβληματισμούς. Γιατί, όπως δείχνουν πολλές κοινωνικές μελέτες της επιστήμης και της τεχνολογίας, το κύριο πρόβλημά τους είναι η απόσταση.

Πράγματι, η ιδέα του τεχνολογικού ντετερμινισμού στην περίπτωση του Internet συντηρείται από την άποψη μιας ουδέτερης τεχνολογίας, που συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική πρόοδο, όταν ακολουθηθούν τα χνάρια των μεγάλων πληροφοριακών λεωφόρων. Με λίγα λόγια, το γνωστό παραμύθι της παγκοσμιοποίησης. Εδώ αξίζει να θυμηθούμε κάποιες ζωηρές ενστάσεις του κατά πόσον το Internet αντιστοιχεί σε κίνηση προς τα μπρος.. Για παράδειγμα, ο γάλλος κοινωνιολόγος-ανθρωπολόγος Maffesoli [Βιβλιογραφία] υποστηρίζει ακριβώς το αντίθετο: Αν κάπου το Internet μας οδηγεί αυτό είναι προς τα πίσω, στον καιρό των φυλών, γιατί μέσα στον ιστό των τεχνολογικών διαμεσολαβήσεων η σύγχρονη συλλογική υποκειμενικότητα είναι αναγκασμένη (όπως θα δούμε και πιο κάτω) να αναπτυχθεί σε ξεκομμένους μεταξύ τους θύλακες, στους οποίους βρίσκουν εύφορο έδαφος να καλλιεργηθούν διάφορες μορφές πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων.

Παρόμοια προβληματική φαίνεται να είναι κι η ιδέα του κοινωνικού ντετερμινισμού του Internet. Αν η κοινωνία μπορεί να παράγει κάποια πράγματα, όπως το Internet, έξω από αυτήν, τότε τα προϊόντα αυτά δεν μπορεί παρά να είναι μυθοποιημένες και μυθοποιητικές κατασκευές. Η ειρωνεία στην περίπτωση αυτή είναι ότι ένα τέτοιο σενάριο θα δεχόταν αμέσως να το υιοθετήσουν οι μεγάλοι οικονομικοί παράγοντες, που διεκπεραιώνουν την εργολαβία της παγκοσμιοποίησης. Τι καλύτερο για ένα εμπορικό προϊόν, ας πούμε, για παράδειγμα, της Microsoft, από το να διαφημίζεται ότι έχει κατασκευασθεί κοινωνικά με την τηλε-εργασία και την φροντίδα ενός κατανεμημένου δικτύου αφοσιωμένων εργατών της επιστήμης και της τεχνολογίας;

Εξ αιτίας λοιπόν των προηγούμενων αδιεξόδων, η έμφαση στις κοινωνικές μελέτες της τεχνολογίας αναγκαστικά πρέπει να δοθεί σε μια ενιαία, μη διαχωρισμένη σύλληψη της ενότητας της τεχνολογίας και της κοινωνίας. Αντί, δηλαδή, το τεχνολογικό στοιχείο να θεωρείται σε απόσταση από το κοινωνικό, οι σύγχρονες κοινωνικές μελέτες της επιστήμης και της τεχνολογίας προσπαθούν να δουν τους δυο αυτούς παράγοντες να τείνουν προς μια μεταξύ τους σύγκλιση ή ταύτιση. Τότε, η υβριδική, ετερογενής συνισταμένη συναποτελείται από τους δυο αυτούς παράγοντες με την έννοια όχι μόνο ότι οι τελευταίοι παρουσιάζονται με τα χαρακτηριστικά του συναμφότερου αλλά, κι επιπλέον, ο καθένας απ’ αυτούς στη συνένωσή του με τον άλλον τροποποιεί κι επαναδιαρθρώνει αυτοστοχαστικά (reflexively) το ίδιο το δικό του το περιεχόμενο. Δηλαδή, για παράδειγμα, Internet και κοινωνία δεν σημαίνει δυο πράγματα, αθροιστικά, το ένα δίπλα στο άλλο. Αλλά Internet και κοινωνία σημαίνει αφενός μια τεχνολογία, που είναι διαποτισμένη από κοινωνικούς πόθους για δημιουργικότητα (όσο κι αν αυτοί μπορούν εύκολα να γλιστρήσουν προς την αλλοτρίωση ή να εμπορευματοποιηθούν) και που επίσης διαποτίζει την ίδια την κοινωνική υποκειμενικότητα (όσο κι αν αυτή μπορεί να καταναλώνεται στην επιφάνεια των αναπαραστάσεων). Αφετέρου, Internet και κοινωνία σημαίνει μια κοινωνία, που ζει μέσα σε τεχνολογικές διαμεσολαβήσεις και εν μέρει κατασκευάζεται πλέον σε συνθήκες εν δυνάμει καταστάσεων (virtuality), οι οποίες απειλούν να εκτοπίσουν τη συμβολική φοβέρα της αδυσώπητης αντικειμενικής πραγματικότητας αντικαθιστώντας την με το φάντασμα του ρευστοποιημένου τεχνολογικού πολιτισμού. [Σχόλιο (Βιβλιογραφία) - Γιουγκοσλαβία - Ziçek]

Ειδικότερα τώρα, μια πρώτη ενιαία προσέγγιση της τεχνολογίας και της κοινωνίας έχει γίνει στο μέσο της δεκαετίας του 1980 από τον Hughes, στο πλαίσιο της θεωρίας του των “μεγάλων τεχνολογικών συστημάτων.” Συγκεκριμένα, η προσέγγιση αυτή των κοινωνικών μελετών της τεχνολογίας θεωρεί ότι κάθε τεχνολογικό σύστημα συγκροτείται από τρεις αλληλοσυνδεδεμένες συνιστώσες: (i) τις μηχανές και το φυσικό επίπεδο-υπόβαθρο της τεχνολογίας, (ii) τις οργανωτικές δομές (εταιρείες, οικονομικοί φορείς κλπ.) και (iii) τις πολιτικές επεμβατικές-ρυθμιστικές διαδικασίες (από το κράτος, το δημόσιο, την κοινωνία των πολιτών κλπ.).

Αξίζει τον κόπο να δούμε εδώ κάποια παραδείγματα αλληλεξαρτήσεων των συνιστωσών του μεγάλου τεχνολογικού συστήματος του Internet:

Μια δεύτερη ενδιαφέρουσα προσέγγιση των κοινωνικών μελετών της επιστήμης και της τεχνολογίας είναι η “θεωρία του δικτύου δραστών” (Actor-Network Theory ή ANT), που θεμελιώθηκε την δεκαετία του 1980 από την ομάδα των Callon, Latour, Law και των συνεργατών τους [Βιβλιογραφία]. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, η (κοινωνική) κατασκευή τόσο των επιστημονικών γεγονότων (facts) όσο και των τεχνολογικών δημιουργημάτων (artefacts) πραγματοποιείται σ’ ένα δίκτυο δραστών, που μπορούν να είναι είτε ανθρώπινοι (από ατομικοί ως συλλογικοί) αλλά ακόμη και μη ανθρώπινοι, όπως, μηχανές, υπολογιστές, εργαστήρια, βιβλιοθήκες κλπ. Αρχικά, κάποιος δράστης αναλαμβάνει τη συγκρότηση του δικτύου με το να διεγείρει αφενός τα ενδιαφέροντα κάποιων άλλων δραστών και να αναλάβει να εκπροσωπήσει αφετέρου τα συμφέροντα κάποιων άλλων (ίσως κι άψυχων, που δεν μπορούν αυτόνομα να δράσουν). Αυτή είναι η φάση της εγγραφής ή στρατολόγησης των δραστών του δικτύου. Στη συνέχεια, οι διάφοροι δράστες επιχειρούν να υλοποιήσουν διάφορες μεταφορές (συμφερόντων, τοποθετήσεων κλπ.), για να μετασχηματίσουν τις διαδικασίες της επιστημονικής ή τεχνολογικής παραγωγής μ’ έναν τέτοιον τρόπο που να ανταποκρίνεται όσο το δυνατόν καλύτερα στα επί μέρους συμφέροντα των συμμετεχόντων στο δίκτυο αυτό. Εννοείται ότι οι συμβιβασμοί στις μεταφορές, τις εκπροσωπήσεις και τους μετασχηματισμούς υπακούουν στο δίκαιο του ισχυρότερου και συμπεριλαμβάνουν ένα πλήθος από αμφισβητούμενους διακανονισμούς κι έντονες διαπραγματεύσεις ή αντιδικίες ή διαμάχες. Για το λόγο αυτό, η τελική σταθεροποίηση ή αποδυνάμωση-διάλυση του δικτύου δραστών εξαρτώνται από τις σχέσεις εξουσίας είτε στο εσωτερικό του δικτύου ή ως προς άλλα ανταγωνιστικά δίκτυα δραστών. Όμως στην δυναμική των εσωτερικών διαπλοκών ενός δικτύου δραστών, τον κυρίαρχο ρόλο παίζουν εκείνοι οι δράστες, που έχουν την κυριότητα ορισμένων κομβικών παραγόντων, των ονομαζόμενων “υποχρεωτικών σημείων περάσματος,” γιατί, έτσι, μπορούν οι δράστες αυτοί να ελέγχουν τη συνολική κυκλοφορία των επιχειρούμενων μεταφορών και μετασχηματισμών [Σχόλιο (Βιβλιογραφία) – Star]. Σε γενικές γραμμές, αυτή είναι μια γενική περιγραφή της θεωρίας του δικτύου δραστών, η οποία έχει ήδη εφαρμοσθεί σε κάποιες ενδιαφέρουσες ειδικές περιπτώσεις (όπως, π.χ., η αποτυχία της εμπορικής επιβίωσης στην αγορά του ηλεκτρικού αυτοκινήτου στην Γαλλία την δεκαετία του 1970 κ.α.). Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τη (κοινωνική) λειτουργία του Internet σαν ένα τεράστιο δίκτυο δραστών.

Ας δούμε λοιπόν πρώτα ποιοι είναι οι δράστες του κοινωνικού δικτύου του Internet. Θα διακρίνουμε τρεις κατηγορίες δραστών, τα μεμονωμένα άτομα ανθρώπων, τους συλλογικούς ανθρώπινους δράστες και τις μηχανές. Συνολικά στις κατηγορίες αυτές θα εντοπίσουμε οκτώ διαφορετικούς τύπους δραστών. Στην κατηγορία των ανθρώπινων-ατομικών δραστών ανήκουν βασικά (i) οι χρήστες του Internet. Στους συλλογικούς δράστες συμπεριλαμβάνονται: (ii) ιστορικά ο στρατός, στο μέτρο που το Internet προήλθε από μια ψυχροπολεμική στρατιωτική πρωτοβουλία στις ΗΠΑ την δεκαετία του 1960, (iii) η εκπαίδευση ή καλύτερα οι εκπαιδευτικοί (πανεπιστημιακοί, ερευνητικοί κλπ.) φορείς, που επεξεργάσθηκαν με τις μελέτες τους στα εργαστήρια και τα υπολογιστικά τους κέντρα τις σχετικές επιστημονικές και τεχνολογικές καινοτομίες, (iv) οι εταιρείες κι οι οικονομικοί παράγοντες, που εφάρμοσαν αλλά κι έδωσαν την δική τους ώθηση και τον δικό τους προσανατολισμό στις σχετικές τεχνολογικές εξελίξεις, και (v) το δημόσιο (κράτος, πολιτεία πολιτών, δημόσιοι φορείς, περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση κλπ.), που ανέλαβε να παίξει έναν ρυθμιστικό, διακανονιστικό ρόλο αλλά ταυτόχρονα υπέστη κάποιες διαρθρωτικές αλλαγές με την εισαγωγή της μηχανοποίησης (computerization) και των δικτυακών εφαρμογών. Τέλος, η κατηγορία των μηχανικών δραστών του Internet μπορούμε να πούμε ότι, σε γενικές γραμμές, περιλαμβάνει τρεις μη ανθρώπινους (άψυχους) παράγοντες: (vi) τους υπολογιστές, (vii) το λογισμικό και (viii) τα ψηφιακά δίκτυα επικοινωνίας.

Πριν δούμε τις ενδιαφέρουσες ή πολύπλοκες συμπλέξεις των δραστών του Internet, ας συζητήσουμε το αντικείμενο των μεταφορών και μετατοπίσεων στο δίκτυο αυτό. Προφανώς, το αντικείμενο αυτό είναι η πληροφορία. Όχι όμως με την ανούσια κι αδρανή μορφή της κυβερνητικής θεωρίας της επικοινωνίας των Shannon και Weaver, στο πλαίσιο της οποίας μελετάται η οικονομία της ροής και κυκλοφορίας της πληροφορίας (κωδικοποίηση, αποκωδικοποίηση, συμπίεση κλπ.) στερούμενης οποιουδήποτε σημαντικού περιεχομένου. Αλλά αντίθετα της πληροφορίας, που είναι σημειολογικός φορέας διαφόρων κοινωνικών, πολιτικών, αισθητικών-καλλιτεχνικών, πολιτιστικών κ.α. δραστηριοτήτων. Που, επιπλέον, μπορεί να έχει τόσο αντιθετικές προοπτικές, όσο, από τη μια μεριά, η πληροφορία, που συντίθεται σ’ ένα δίκτυο οργανωμένου (εκλογικευμένου) συνεργατικού έργου (όπως στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση) όσο, από την άλλη μεριά, οι καταναλωτικές πληροφορίες της διασκέδασης και του ελεύθερου χρόνου (μουσική, ταινίες, video κλπ.). Επομένως, αυτά που διακινούνται στο Internet δεν είναι απλώς gigabits άχρωμης πληροφορίας, αλλά ιδέες, γνώμες, τοποθετήσεις, εκφράσεις, δημιουργίες, με λίγα λόγια, όσα προϊόντα της ανθρώπινης δημιουργικότητας μπορούν να αναπαρασταθούν ψηφιακά, για να αποτελέσουν το τίμημα της συνεργασίας ή το μήλο της έριδος των διαφωνιών στις καθημερινές δραστηριότητες των ανθρώπων.

Ας δούμε τώρα ποιοι δράστες του Internet κρατούσαν τον έλεγχο των “υποχρεωτικών σημείων περάσματος” κατά την διάρκεια των τριών μεγάλων φάσεων της ανάπτυξής του:

Ένα καλό παράδειγμα, για να δούμε την δυναμική των κοινωνικών διαπλοκών στο Internet, θα ήταν να προσπαθήσουμε να απομονώσουμε μια σειρά από εντάσεις κι αντιθέσεις, που παρατηρούνται στις σχέσεις μεταξύ δυο σημαντικών δραστών του Internet, αφενός των χρηστών κι αφετέρου των εταιρειών και των επιχειρήσεων, που ασχολούνται μ’ αυτό. Σε γενικές γραμμές, θα έβλεπε κανείς τότε τους εξής πόλους αντιθέσεων κι αντιπάλων συμφερόντων, που φαίνονται στον πίνακα που ακολουθεί:

Χρήστες

Εταιρείες

   

Ενεργητική συμμετοχή

Συγκεντρωτικός έλεγχος

Αμφίδρομη αλληλεπίδραση

Μονόδρομη εκπομπή

“Καθαρή” επικοινωνία και πληροφορία

Διαφημίσεις – spam

Γρήγορη κι αποτελεσματική επικοινωνία και πληροφόρηση

Παγκόσμια αγορά

Ανεμπόδιστες & σημαντικές αναζητήσεις

Κατευθυνόμενες βάσεις δεδομένων

Ιδιωτικό απόρρητο κι ασφάλεια επικοινωνίας και πληροφόρησης

Συλλογή στοιχείων (οικονομικό προφίλ)

Χαμηλό κόστος

Μέγιστο κέρδος

Σε σχέση μ’ αυτές τις αντιθέσεις, θα είχε πολύ ενδιαφέρον να ξεκαθάριζε το κράτος και το δημόσιο τον ρόλο, που θέλουν να παίξουν ως προς το Internet. Άραγε μπορεί κανείς να ελπίζει ότι οι τοπικοί δημόσιοι φορείς (όπως η τοπική αυτοδιοίκηση) θα ενδιαφερόταν να υποστηρίξουν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των πολιτών τους, που είναι χρήστες του Internet, σ’ εξισορρόπηση μιας διαφαινόμενης τάσης στις δυτικές χώρες των εθνικών κυβερνήσεων να φαίνονται όλο και περισσότερο πρόθυμες να κινηθούν σύμφωνα με τις διεθνείς επιταγές της παγκοσμιοποίησης; Και ποιος είναι ο ρόλος των υπερεθνικών σχηματισμών, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, να αντισταθούν τουλάχιστον στις αρνητικές πλευρές της παγκοσμιοποίησης, όταν μάλιστα τα πολιτιστικά αγαθά των χωρών, που εκπροσωπούν, ήδη απειλούνται να αλωθούν από μια ανεξέλεγκτη εμπορευματοποίηση; Τελικά, στην τωρινή διεθνή συγκυρία, υπάρχουν δράστες, γίνεται κάποια ουσιαστική κοινωνική δράση, πέρα από την καταμαρτυρούμενη έφοδο της παγκοσμιοποίησης; Μήπως όλοι μας έχουμε ήδη μεταμορφωθεί σε παθητικούς θεατές των τεκταινομένων στις οθόνες των επικοινωνιακών μέσων και του Internet;

Ας έρθουμε τώρα να εκτιμήσουμε τη σοβαρότητα των προβλημάτων, που αντιμετωπίζονται στο Internet. Κατ’ αρχήν, πρέπει να πούμε ότι οι τρέχουσες πληροφοριακές κι επικοινωνιακές τεχνολογικές εξελίξεις έχουν από καιρό πια επισημανθεί ότι επισείουν μια σειρά από κινδύνους. Ήδη από την δεκαετία του 1970 ο γάλλος διανοητής Paul Virilio [Βιβλιογραφία] έκρουε την καμπάνα του κινδύνου για το επαπειλούμενο “ατύχημα” της πληροφοριακής εποχής. Προβληματιζόμενος ο Virilio για το ατύχημα της βιομηχανικής εποχής, το εντόπιζε στον πυρηνικό αφανισμό ή στην περιβαλλοντική καταστροφή του γήινου οικοσυστήματος. Και στις δυο αυτές περιπτώσεις, το βιομηχανικό ατύχημα απειλούσε την ισορροπία ανθρώπου με την φύση. Περνώντας όμως στην εποχή της πληροφορίας, ο Virilio έβλεπε το πληροφοριακό ατύχημα να αφορά την επαπειλούμενη διατάραξη των σχέσεων ανθρώπου με άνθρωπο, αυτή την φορά. Πράγματι, η ρευστότητα της κατασκευασμένης (εν δυνάμει – virtualis) πραγματικότητας μέσα στο Internet, όπου οι ταυτότητες μπορούν να εναλλάσσονται και να ανακατασκευάζονται το ίδιο εύκολα όπως μπορούν να μετασχηματίζονται οι ψηφιακές εικονικές αναπαραστάσεις, δημιουργεί ένα έδαφος ιδιαίτερα ασταθές και γλιστερό, για να εξασφαλιστεί απρόσκοπτα η ανθρώπινη δημιουργικότητα, η επικοινωνιακή διαπραγμάτευση κι η κοινωνική κατασκευή των δεδομένων του κόσμου, στον οποίον ζούμε. Αν συνυπολογίσουμε τα κοινωνικά προβλήματα στο Internet, που έχουν να κάνουν με τις ψυχολογικές εκρήξεις της υβριστικής συμπεριφοράς (τα flames), τους κοινωνικούς αποκλεισμούς λόγω φύλου ή φυλής [Βιβλιογραφία – Μ.Α.Β. – http://www.math.patras.gr/~mboudour/articles/csi.html ], τη μεγάλη έλξη προς το πορνογραφικό υλικό, τα τελευταίως συχνά παρατηρούμενα συμπτώματα παιδοφιλίας, την έξαρση της ρατσιστικής και φασιστικής προπαγάνδας και την καλλιέργεια του (θρησκευτικού ή άλλου) παραλόγου, τότε ίσως κανείς να έπρεπε να ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός, όταν θα έβγαινε να κινηθεί στο Internet. Μήπως άραγε, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί, βομβαρδιζόμαστε σκοπίμως μ’ όλη αυτή τη σαβούρα του “φθηνού” Internet, για να είμαστε έτοιμοι (“ψημένοι”) να περάσουμε αμέσως και με την θέλησή μας αργότερα σ’ ένα μελλοντικό Internet, όπου όμως θα πρέπει να πληρώνουμε αδρές συνδρομές, για να μας εξασφαλίζεται μια “καθαρή” αλλά δαπανηρή παροχή πληροφοριών μαζί με την επικοινωνιακή ασφάλεια; Να δούμε..

Τελικά, η διαμορφούμενη κοινωνική πραγματικότητα στο Internet είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα, που χαρακτηρίζουν όλα σχεδόν τα πολύπλοκα κοινωνικά φαινόμενα, στα οποία η τελική έκβαση μιας σύνθετης διαδικασίας ξεπερνά τις επί μέρους προσδοκίες των παραγόντων, που συνθέτουν τα συνιστώντα στοιχεία της διαδικασίας. Αυτή είναι η έκπληξη των απρόβλεπτων συνεπειών ή των μη αποσκοπούμενων αποτελεσμάτων της συλλογικής κοινωνικής δράσης, για τα οποία μιλήσαμε πιο πριν. Ειδικά στο Internet, τέτοιου είδους απρόβλεπτα αποτελέσματα συχνά μας προσγειώνουν μπροστά σε διάφορα ιδεολογήματα ή μυθοποιήσεις, που θέλουν να το παρουσιάζουν με μια εξιδανικευμένη μορφή, ίσως για να καμουφλάρουν μια αντίθετη πραγματικότητα από εκείνη που οι μεσσιανικές εξαγγελίες διακηρύττουν.

Να ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα: Ποιος άραγε δεν έχει ακούσει το hype ότι το Internet εκμηδενίζει τις αποστάσεις, παγώνει το χρόνο, και μας φέρνει όλους κοντά σε μια παγκόσμια κοινότητα, που μπορεί να έχει πρόσβαση στα πάντα; Αντίθετα όμως μ’ αυτές τις προσδοκίες, κι αν ακόμη κάποιοι από τους πρωταγωνιστές του Internet ή τους λίγο προγενέστερους προδρόμους του σαν τον MacLuhan (και το παγκόσμιο χωριό του) είχαν αναμφίβολα τους ιδιαίτερους λόγους τους με μια καλή διάθεση να πιστεύουν σ’ αυτές, η τελική συνισταμένη όλων των κοινωνικών δυνάμεων, που συμμετέχουν στην πληροφοριακή κι επικοινωνιακή δυναμική, καταλήγει να διαψεύδει τέτοιες προσδοκίες. Φυσικά όμως, κανένας από τους παράγοντες της εντατικής εμπορευματικοποίησης του Internet δεν φαίνεται να δίνει καμιά σημασία σε τέτοιες απρόσμενες διαψεύσεις της Καλιφορνέζικης ιδεολογίας του Internet (όπως την ονόμασε ο Barnbrock – [Βιβλιογραφία]), γιατί όλοι αυτοί ξέρουν καλά τα κόλπα της δουλειάς του πετυχημένου μάρκετιν.

Τώρα, η κατάρριψη του μύθου του ομοιογενούς και συνεκτικού δικτύου του Internet έρχεται να διαπιστωθεί από πολλές προσεγγίσεις. Μια πρώτη είναι η θεωρία της ονομαζόμενης “πληροφοριακής Βαλκανοποίησης,” που έχουν αναπτύξει οι Van Alstyne και Brynjolfsson της Σχολής Μάνατζμεντ Sloan του MIT [Σχόλια (Βιβλιογραφία)]. Οι ερευνητές αυτοί εξέτασαν ένα απλούστατο επικοινωνιακό μοντέλο, στο οποίο οι επικοινωνούντες δράστες, έχουν μια σειρά από προτιμήσεις σε συγκεκριμένα θέματα, σε σχέση με τα οποία επιλέγουν τους συνομιλητές τους. Τότε, κάτω από την εύλογη υπόθεση της “περιορισμένης ορθολογικότητας” του Herbert Simon, που στη συγκεκριμένη περίπτωση σημαίνει ότι είναι αδύνατο ένας δράστης να επικοινωνεί με όλους τους άλλους, αλλά μόνο μ’ ένα ποσοστό απ’ αυτούς, το μοντέλο των Van Alstyne και Brynjolfsson συνεπάγεται ότι το αρχικό ομοιογενές δίκτυο διασπάται σε μια σειρά από μικρότερα υποδίκτυα, που είναι πρακτικά απομονωμένα μεταξύ τους και σε κάθε ένα από τα οποία η επικοινωνία εξειδικεύεται σε μια συγκεκριμένη κοινή προτίμηση του θέματος της συζήτησης. Παρότι, δηλαδή, οι δράστες συμμετέχουν αρχικά στο ίδιο κοινό δίκτυο, η ικανότητά τους να μπορούν να συμμετέχουν μόνο σε ένα πεπερασμένο πλήθος συζητήσεων, τους τεμαχίζει σε κλειστά μεταξύ τους υποδίκτυα. Μια κατάσταση που παρομοιάζεται με τη κοινή συνύπαρξη στη μικρή περιοχή των Βαλκανίων πολλών απομονωμένων μεταξύ τους εθνοτήτων, εξ ου κι η ονομασία του φαινομένου αυτού. Για να διατυπώσουμε με απλούστερα λόγια το (απρόβλεπτο) συμπέρασμα της πληροφοριακής Βαλκανοποίησης, θα λέγαμε ότι μπορεί όλος ο κόσμος να μπαίνει στο Internet, αλλά τελικά η τάση είναι ο έλληνας να μιλά μόνο με τον έλληνα, ο τούρκος μόνο με τον τούρκο, ο ΠΑΟΚτσής μόνο με τον ΠΑΟΚτσή, ο θαυμαστής της Madonna να βλέπει σελίδες μόνο της Madonna κ.ο.κ. Τώρα, το κατά πόσο οι επιχειρηματικοί κύκλοι του Internet μπορούν να εκμεταλλευτούν αυτήν την “απογοήτευση” πρέπει να θεωρείται μάλλον δεδομένο, αφού τέτοιου είδους ομαδοποιήσεις είναι βούτυρο στο ψωμί τους: Μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να εξειδικευτούν οι κοινωνικές ομάδες της αγοράς, προς τις οποίες μπορούν να γίνονται διαφορετικές προσφορές (τιμές κλπ.) ανάλογα, κάθε φορά, με τα αντίστοιχα οικονομικά τους περιθώρια. Τι καλύτερο;

Μια άλλη περίπτωση διαπίστωσης του τεμαχισμού του Internet προκύπτει από της θεωρίες του θεωρητικού της πληροφορικής Jon Kleinberg και των συνεργατών του [Σχόλια (Βιβλιογραφία)], που είναι σχετικές με την ανάλυση ενός γράφου σε απομονωμένους υπο-γράφους, σαν αποτέλεσμα της δομής της διάρθρωσης των συνδέσμων, που ενώνουν τους κόμβους του γράφου. Βέβαια, οι μελέτες αυτές στοχεύουν να επιλύσουν κάποια δύσκολα προβλήματα της θεωρίας των βάσεων δεδομένων (όπως, π.χ., της σημαντικής αναζήτησης), αλλά προφανώς έχουν καθοριστικές συνέπειες για τα κοινωνικο-οικονομικά θέματα, που εξετάζουμε εδώ.

Φυσικά, όλες οι προηγούμενες συζητήσεις έχουν μια έντονη πολιτική διάσταση. Και για αυτό, πρέπει να αφορούν όλους τους ενεργητικά υπεύθυνους πολίτες. Έτσι, με τις κοινωνικές μελέτες της επιστήμης και της τεχνολογίας, μαζί με τους άλλους προβληματισμούς που παραθέσαμε (όπως η “κινδυνολογία” του ατυχήματος του Virilio κι οι εκπλήξεις των απρόβλεπτων κοινωνικών εκβάσεων), μπορεί να εφοδιασθεί ο μελετητής της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας αλλά κι ο συνειδητός πολίτης με κάποια αναλυτική κι ερμηνευτική μεθοδολογία, για να κατανοήσει την δυναμική των μετασχηματισμών στη σφαίρα του τεχνο-κοινωνικού.


Πίσω στη Προσωπική Σελίδα του Μ.Α. Μπουντουρίδη